Η νύχτα ήταν προχωρημένη και μόνο
οι μεγάλοι ήταν ξύπνιοι, καθισμένοι γύρο από τις φωτιές. Από πάνω τους ο
ουρανός, καθαρός, ξάστερος με ένα φεγγάρι να ρίχνει άπλετο φως πάνω στην
κοιλάδα που είχαν τις σκηνές τους.
Πολλές μικρές εστίες ήταν αναμμένες
στο κεντρικό άνοιγμα ανάμεσα στις σκηνές που είχε αφεθεί έτσι επίτηδες κενό.
Κάθε οικογένεια και παρέα είχε την δική της φωτιά, όλες σε αρκετή απόσταση η
μία από την άλλη ώστε να δίνει την αίσθηση της απομόνωσης αλλά και αρκετά κοντά
ώστε αν κοίταζες από ψηλά φαινόντουσαν σαν πυγολαμπίδες μαζεμένες.
Κάθε τόσο σηκώνονταν κάποιος και
πήγαινε να χαιρετήσει σε μια άλλη φωτιά, μιαν άλλη παρέα. Το καλοδεχόντουσαν
και του προσφέρανε χυμό ή νερό και πίτες με κρέας και λίπος. Αυτός δέχονταν να
δοκιμάσει λίγο από ευγένεια και κάθονταν μαζί τους και αντάλλασαν νέα και
χαμόγελα.
Χαλαρές συζητήσεις ανάμεσα στους
άντρες, για το κυνήγι, το νερό, τις κινήσεις των κοπαδιών. γέλια για την βιασύνη
των νεαρών πολεμιστών να αποδείξουν την αξία τους στο κυνήγι και κοκκίνισμα από
ντροπή των υποκείμενων στις ειρωνείες αλλά χωρίς κάκιασμα μιας και ήξεραν ότι
τα σχόλια ήταν καλοπροαίρετα.
Οι γυναίκες καθόντουσαν δίπλα
στους άντρες τους ή κοντά στην οικογένεια τους, συζητούσαν τα δικά τους θέματα,
για τα παιδιά, για το μαγείρεμα και το πάστωμα. Που και που τραγούδαγαν σιγανά
και σιωπή απλώνονταν στους γύρο καθώς αυτοί προσπαθούσαν να ακούσουν.
Σε μία φωτιά μόνο επικρατούσε ησυχία,
γύρο αυτής καθόντουσαν πρόσωπα σοβαρά, στιγματισμένα από τα χρόνια , τις αρρώστιες
και τις έγνοιες. Ήταν οι γυρεότεροι και οι σπουδαιότεροι της φυλής. Ανάμεσα
τους σε τιμητική φυσικά θέση ο αρχηγός και ο γέρος σαμάνος, κοίταζαν όλοι σιωπηλά
την φωτιά λες και προσπαθούσαν να βρουν απαντήσεις
μέσα στις φλόγες. Μια πίπα μεγάλη και στολισμένη γύριζε με αργούς ρυθμούς αναμεταξύ
τους και τα παιδιά του αρχηγού, τα μόνα που ήταν ξύπνια τέτοια ώρα στο χωριό, γεμίζανε
με δυνατό ποτό τα ποτήρια τους και φρόντιζαν να τα κρατάνε γεμάτα.
Όταν σηκώθηκε ο σαμάνος ησυχία
απλώθηκε σε όλες τις φωτιές και όλα τα βλέμματα εκτός των γυρεών στράφηκαν πάνω
του. άρχισε να μιλά και η φωνή του ήταν αργή και βαριά, κάθε λέξη του ζυγισμένη
και προσεγμένη. Δεν μίλαγε σε έναν αλλά σε όλους και τα λόγια του έφταναν μακριά
μέσα στην ησυχία της νύχτας.
Χρόνια πριν, όταν ο προπάππους
του προπάππου μου και ο δικός του ακόμα προπάππους δεν είχαν ακόμα γεννηθεί. Ήταν
ίδει παλιά στη φυλή μας η ιστορία του
Παρακαλάμ του Δυνατού. Ενός κυνηγού άφταστου στην τέχνη του. Λέγετε ότι μόνος
του κυνηγούσε ζαρκάδια, τα κυνήγαγε με τα πόδια του μόνο, τρέχοντας και τα σκότωνε
με τα χέρια του, όχι τα γέρικα και αργά, άρρωστα ζαρκάδια, αλλά τα δυνατά, τα γρήγορα,
τους αρχηγούς. Μεγάλες χαρές έφερνε στην φυλή μας και πολύ πλούτο, αλλά αλίμονο
μέσα στην αλαζονεία του πρόσβαλε τους θεούς. Έκανε αυτό που κανείς κυνηγός δεν
έκανε ποτέ και έκτοτε κανείς δεν δοκίμασε να κάνει. Αποφάσισε να κυνηγήσει το
Ένα Ζαρκάδι την θέα του βοσκότοπου. Όλοι ξέρουν ότι είναι εγχείρημα αδύνατο
μιας και το Ένα Ζαρκάδι δεν μπορεί να το δεί ποτέ κανείς παρά με την άκρη του
ματιού του της στιγμές του ημίφωτος, γιατί το Ένα Ζαρκάδι γίνεται λευκό τη μέρα
και πετά στα σύννεφα, και μαύρο τη νύχτα και βόσκει στην γη. Μπορεί δε να αλλάξει
τις μορφές του, σε βίσονα, πούμα και λύκο και όλα τα ζώα του βοσκότοπου, ακόμα
και αρκούδα μπορεί να γίνει και ουέ στον κυνηγό που θα το έχει παγιδέψει γιατί
από αυτόν τίποτα δεν θα μείνει. Έλεγε όμως ο Παρακαλάμ μέσα στην περηφάνια του
«Τα ζώα του βοσκότοπου όλα τα έχω κυνηγήσει και τα έχω νικήσει, τον πονηρό λύκο
και το γρήγορο ζαρκάδι, το μανιασμένο πούμα και την τρομερή αρκούδα, όλα αυτά
στολίζουν την σκηνή μου με τα δόντια τους, τη να φοβηθώ από αυτό το Ζαρκάδι;»
και όλο γέλαγε με τα λόγια του και κανείς δεν τολμούσε να του μιλήσει γιατί
ήταν στον θυμό και το μαχαίρι γρήγορος. Ο σαμάνος είδε τον κίνδυνο να επέλθει η
οργή των θεών για την ύβρη και συγκάλεσε την φυλή και αποφασίσανε να διωχτεί από
την φυλή και να μην επιστρέψει αν δεν εκπληρώσει τον κομπασμό του.
Έτσι λοιπόν με ένα μαχαίρι και
νερό για μια μέρα, όπως ήταν ο νόμος, διώχτηκε από το χωριό. Δεν είχε φόβο στην
καρδιά του. η στέπα δεν του ήταν άγνωστη. Κυνήγησε και βρήκε τροφή, ακολούθησε
τα χνάρια ζώων και βρήκε νερό και για πέντε μέρες δεν έκανε τίποτα άλλο από τα απολύτως
απαραίτητα για την επιβίωσή του. τον υπόλοιπο του χρόνο σκεφτόντανε. Ούτε λέξη
δεν βγήκε από το στόμα του και την έκτη μέρα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τα
πύρινα όροι την κατοικία του οργισμένου θεού.
Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά τι
έκανε ο Παρακαλάμ στα βουνά αυτά, που τίποτε δεν επιβιώνει. Άλλοι λένε ότι βρήκε
την κατοικία του θεού και του έκλεψε όπλα, άλλοι ότι έκανε θυσίες στον θεό και
κέρδισε την εύνοιά του λίγοι βλάσφημοι λένε ότι συμμάχησε με τους δαίμονες της
άμμου και μαζί τους σκότωσε τον θεό του βουνού. Ένα είναι το σίγουρο. Δεν
επέστρεψε στην κοιλάδα για πάνω από τρία καλοκαίρια και η φυλή τον νόμισε
νεκρό.
Ήταν εποχή μεγάλης ξηρασίας όταν ξανακούσανε
νέα του. το λιβάδι υπέφερε τότε. Το κυνήγι είχε δυσκολέψει και ο χειμώνας θα
ήταν δύσκολος. Νέα έφτασαν στα αφτιά του σαμάνου τότε ότι ο εξόριστος είχε
επιστρέψει στο λιβάδι. Τον είχαν δει στο λόφο του Ολ που όπως ξέρετε βρίσκεται
στο κέντρο του λιβαδιού και εκεί ο μεγάλος πατριάρχης μας είχε κλείσει την συμφωνία
για την διαμονή μας στο λιβάδι με τον θεό του λιβαδιού.
Πήγε και τον είδε να κάθεται εκεί,
σιωπηλός, με τα μάτια του κλειστά να διαλογίζεται με το πρόσωπο στρωμένο προς
τον λοφίσκο. Κατάλαβε αμέσως ο σαμάνος ότι ο Παλαμάκ είχε διδαχτεί στον καιρό
που έλειψε τα μυστικά των σαμάνων και ήταν πια και ο ίδιος ένας από τους
εκλεκτούς των πνευμάτων, μάλιστα εκείνη την στιγμή είχε ενώσει το πνεύμα του με
τον κόσμο των πνευμάτων του λιβαδιού. Φόβος τον διέτρεξε και πανικοβλήθηκε, γιατί
αν ο Παλαμάκ σκότωνε τον πνεύμα του λιβαδιού τότε το λιβάδι θα καταστρέφονταν και
μαζί του και η φυλή. Ο φόβος και η απελπισία οδήγησαν τα βήματα του. έκατσε απέναντί
του στα γρασίδι και έβγαλε από τα πουγκιά του τα βότανα που του επέτρεπαν να
ταξιδεύει στον κόσμο των πνευμάτων και τα μάσησε. Δεν πέρασε λεπτό και βρέθηκε
στον κόσμο τον πνευμάτων του λιβαδιού. Το θέμα ως συνήθως τον έκανε να νιώσει
ταπεινός και ασήμαντος με την επιβλητικότητά του. Άπλωσε την συνείδηση του για
να βρει την παρουσία του Παλαμάκ, έγινε ένα με το γρασίδι αλλά δεν τον ένιωσε,
ενώθηκε με το φεγγάρι αλλά δεν τον είδε, έψαξε όμως και τα σύννεφα και ήταν
εκεί, κυνήγαγε το πνεύμα το λιβαδιού, τα ρούχα του ήταν σκισμένα σαν από νύχια σημάδι
ότι είχε παλέψει ίδει με το πνεύμα και το είχε νικήσει, τώρα δεν θα ήταν η
δύναμη αλλά η ταχύτητα που θα έκρινε τον νικητή. Πριν προλάβει να αντιδράσει ο
σαμάνος ο Παλαμάκ πρόφτασε το ζαρκάδι και το έπιασε από το λαιμό, με μια
απότομη στροφή του σώματος του σήκωσε το γιγάντιο ζώο στον αέρα και χωρίς να το
αφήσει το έριξε στο έδαφος, κίνηση που θα είχε σκοτώσει κάθε ζώο, αλλά αυτό δεν
ήταν κάθε συνηθισμένο ζώο ήταν ο θεός του λιβαδιού, το πρώτο μέσα στα πνεύματα
του. Μίλησε λοιπόν στον κυνηγό και η φωνή του ήταν απαλή σαν το άγγιγμα του
ανέμου στα φύλα των λουλουδιών. « Τι θες κυνηγέ, γιατί με καταδιώκεις; Εγώ δεν
σε τάισα όταν πείναγες; Δεν σου έστειλα την βροχή να σε ξεδιψάσει; Γιατί θες
τον χαμό μου;». «Σώπασε τα ψεύτικα λόγια σου πνεύμα, εσύ δεν μου έστειλες και
την ξηρασία και την αρρώστια; Εσύ δεν μου στήλες την αρκούδα και τον λυσσασμένο
λύκο; Όχι μην υποκρίνεσαι ότι παίρνεις το μέρος μου, μην φοβάσαι όμως για την
ζωή σου γιατί δεν θα στην πάρω» σταμάτησε τότε ο Παλαμάκ και γύρισε τα μάτια
του να κοιτάξει τον σαμάνο που τόση ώρα παρακολουθούσε σιωπηλώς και ανήμπορος
να αντιδράσει. «Πήγαινε στο χωρίο και πες τους τη είδες, πές τους ότι σε τρία
μερόνυχτα από τώρα ό Παλαμάκ θα επιστρέψει να πάρει την θέση του στην φυλή».
Ο γέρος σαμάνος σταμάτησε να μιλά
και ησυχία διαδέχτηκε τα λόγια του. με εξίσου προσεκτικές κινήσεις ξανά πήρε
την θέση του ανάμεσα στους σοφούς και τα μουρμουρητά ξανάρχισαν ανάμεσα στις
φωτιές.
Μόνο η κόρη του αρχηγού τόλμησε
να μιλήσει «και τη έγινε με τον Παλαμάκ; Έφερε πραγματικά το πνεύμα στο χωριό
μας; Υπέταξε το λιβάδι;». Ο σαμάνος την κοίταξε με γλυκύτητα στο βλέμμα «Αυτό
μικρή μου είναι ιστορία για μια άλλη μέρα».