Mixed Stories

Create your own banner at mybannermaker.com!

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Φωτιά και μαύρο σίδερο.



Πρόλογος.
Η βροχή έπεφτε με δύναμη στη Σιδηρά Πόλη, πρωτεύουσα του Βασιλείου των Πεφώτιστων (ένα από τα μεγάλα βασίλεια του κόσμου που αυτοαποκαλείται Σανθέρος). Μια σχεδόν απόκοσμη ηρεμία τύλιγε την πόλη. Αν εξαιρέσεις τα καπηλειά που τέτοια ώρα είναι πάντοτε γεμάτα και ποτέ ήσυχα. Η πόλη φαίνονταν άδεια στο κοράκι καθώς πετούσε πάνω από τα κακοφωτισμένα στενά της, αγνοώντας την καταρρακτώδη βροχή, «Θεοί», σκέφτηκε, «είναι λες και ο Υδρολήτης αποφάσισε σήμερα να πνίξει με την βροχή του αυτό το καταραμένο μπουρδέλο».
            Το Διαμάντι του Μαύρο Βουνού (ή το Ρόδο της Κόκκινης Ερήμου» όπως το αποκαλούσαν άλλοι) κοιμόνταν ανυποψίαστο ότι κάποιος σχεδίαζε να ταράξει τον ύπνο του.

Οι καλύτερες νύχτες είναι με βροχή.
Η γειτονία σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη της πόλης. Επιβλητικό μέσα στην απλότητα του  ‘‘Ο Γέρος Στρατιώτης’’ το κτίριο που στέγαζε την ακαδημία μισθοφόρων, φωτίζονταν περιστασιακά από κεραυνούς με τους ίσκιους να τους δίνουν μια αλλόκοτη όψη.
Το κτίριο το ίδιο δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο (από αρχιτεκτονικής πάντα άποψης). Στο κέντρο της ακαδημίας ήταν ο χώρος εξάσκησης, αρκετά μεγάλος για να χωράει την πλειονότητα των μαθητών της ακαδημίας, στρωμένος με βότσαλα, έστεκε άδειος σχεδόν αυτή τη θλιβερή νύχτα (μια μόνο μορφή παρούσα), ήταν περιμετρικά στρωμένο με πλακάκια και διακοσμημένο με φυτά και ψηφιδωτά που απεικόνιζαν μάχες και μονομαχίες. Εδώ έβλεπες τον Ρόντριλον να ηγείται της επίθεσης εναντίων των δαιμόνων στην τελευταία μάχη που έκρινε την μοίρα του κόσμου, έβλεπες τον Κέσον με την Αόρατη Λεπίδα του να μονομαχεί με τον Λούθαν τον Υχοκόπτη για τον τίτλο του Άρχοντα του Ξίφους, ενώ λίγο πιο πέρα ήταν το τέλος του Πρόντελ των Χιλίων Σπαθιών, του Μάγου – Ξιφομάχου που πέθανε τρυπημένος από τα δόρατα των προδοτών σε μια αίθουσα γεμάτη με τα πτώματα των αντιπάλων του (ανάμεσα τους η σωρός του δαίμονα Κιλκθρουλ του Αήττητου αυτού που οι θεοί έδωσαν η πρώτη του ήτα να είναι και η τελευταία του). Πολλές άλλες σκηνές και ήρωες απεικονίζονται (η Λύρα του Σπασμένου μαχαιριού, ο Ξέλνος ο Μακρυπόδης, Η Μάχη των Δύο Νεκρών και πολλές άλλες). Στο κέντρο του προαύλιου χώρου, αντίφωνο και ταυτόχρονα κομμάτι αυτής της αρμονίας, ήταν ένα σιντριβάνι, καλυμμένο σε πολλά σημεία από αναρριχητικά φυτά και παράξενα σχέδια σκαλιστά στο μάρμαρο. Όχι πολύ μεγάλο (διάμετρος δύο μέτρα) έστεκε εκεί σαν να ήθελε να υπενθιμήσει στον παρατηρητή κάτι που ίσος είχε ξεχάσει σε χρόνια περασμένα.
Πολλά δωμάτια είχαν είσοδο στον χώρο αυτό. Η αποθήκη οπλισμού ήταν μια καθώς και η αποθήκη τροφίμων, τα λουτρά και τα μαγειρεία ήταν επίσης εκεί. Μια μεγάλη πόρτα φτιαγμένη από ξύλο φτελιάς και ενισχυμένη με σίδερο και χαλκό ήταν η είσοδος της σχολής που έβγαζε κατευθείαν στον χώρο αυτό. Μια πέτρινη σκάλα ανέβαινε στον πρώτο από τους τέσσερις συνολικά ορόφους τις σχολής. Η ιεραρχία πήγαινε από κάτω προς τα πάνω. Στον πρώτων όροφο τα γραφεία και κρεβατοκάμαρες τον αξιωματικών, στον δεύτερο κοιτώνες των πιο έμπειρων μελών ο καθένας με τουλάχιστον μια δεκαετία εμπειρίας καθώς και διάφορα εργαστήρια και η βιβλιοθήκη-αρχείο της ακαδημίας, στον τρίτο ήταν τα τακτικά μέλη και στον τέταρτο οι μαθητευόμενοι καθώς και η αποθήκη με τα υλικά καθαριότητας και λοιπών αγκαριών.
Παγκάκια περιστοίχιζαν τον χώρο εξάσκησης αλλά το μόνο άτομο που ήταν εκεί μόνο να κάτσει δεν σκέφτονταν, δεν ήταν εκεί για να παρακολουθήσει την βροχή ή να αφήσει το μυαλό του να περιπλανηθεί ανάμεσα σε εικόνες ηρώων, ούτε έγερνε σε κάποια από τις κολόνες για να χαλαρώσει με τους ήχους της.
Ας αφιερώσουμε ένα λεπτό να την παρατηρήσουμε, (αν προτιμάτε, γερμένοι σε μια κολόνα, προφυλαγμένοι από την βροχή που διεκδικεί τον χώρο ή ας καθίσουμε σε ένα από τα παγκάκια που το φως έχει απαρνηθεί και εκεί κρυμμένοι στην σκιά), ας την δούμε να χορεύει τον φονικό της χορό.
Λόγια δασκάλου/ων αντηχούν στο μυαλό της αναμιγμένα με εικόνες που εναλάσοντε οδηγώντας την σε ένα παραλήρημα συναισθημάτων. Τα λόγια τα καλεί η ίδια, τις εικόνες… οι εικόνες έρχονται από μόνες του και είναι αυτές που θέλει να ξεχάσει. Εικόνες από την αρχή εκείνης της αποστολής όσο ήταν ακόμη όλοι μαζί και ξένοιαστοι. Ο Λέριθον να της χαμογελά με εκείνο το καθυσιχαστικό βλέμμα στα μάτια του λίγο πριν ηγηθεί της πορείας προς τον Βάλτο των Κραυγών, ο αρχηγός να τους εξηγεί τον σκοπό της αποστολής, και το προτεινόμενο σχέδιο δράσης. Ήταν επικίνδυνη αποστολή και το ξέρανε. Να μπουν στο λαβύρινθο του δράκου και να κλέψουν το οικογενειακό κειμήλιο ενός ευγενή (μισθωτής). Χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό ήχων και ψευδαισθήσεων, θα οδηγούσαν το δράκο έξω από την σπηλιά και θα έκλεβαν το «αντικείμενο» όσο αυτός κυνηγούσε ανύπαρκτους εχθρούς και σκιές του δάσους. Καλό σχέδιο. Ακόμα και ο δύστροπος Τέλκιον ( επιβλητικός και πάντα βλοσυρός, τυλιγμένος με μωβ χιτώνες) το ενέκρινε και συμφώνησε να συνοδεύσει την ομάδα ώστε να παρέχει τις ψευδαισθήσεις. Ο Πάλοου είχε τις αντιρρήσεις του αλλά ο Πάλοου είχε πάντα αντιρρήσεις. Ο Λέριθον έτρεμε από έξαψη πολύ πριν ακόμα τελειώσει η ανάλυση, αλλά πάντα έτσι ήταν ο αδερφός της, έτοιμος για κάθε κίνδυνο. Με αρκετή τύχη και ευστροφία ώστε να γλιτώνει όχι μόνο αυτός αλλά και οι γύρο του. Μετά η εικόνα του εαυτού της με ένα πλατύ χαμόγελο να ορμάει στην σπηλιά του δράκου μόλις αυτός φεύγει, με τους άλλους πίσω της (εκτός του Τέλκιον που έπρεπε να συντηρεί διαρκώς τα ξόρκια του), οι εικόνες που ακολουθούν είναι και οι πιο επώδυνες (ή οι λιγότερο επώδυνες), ο δράκος να γελά στην εμφάνιση τους, με τον «μισθωτή» τους στο πλάι του, βέλη πέφτουν από κρυμμένους τοξότες, τα επόμενα λεπτά θολά (ευτυχώς), θυμάται δυνατά χέρια να την αρπάζουν… και μετά…
Δεν δίνει σημασία στη βροχή, αλλά στο βρεγμένο έδαφος. Αγνοεί το κρύο και την υγρασία. Οι μυς της καίνε από την υπερβολική άσκηση. Αγνοεί τα σημάδια κούρασης που δίνει το σώμα της. Θα έχει χρόνο να ξεκουραστεί αργότερα… ή ποτέ, προσπαθεί σβήσει τις εικόνες τις εικόνες… αλλά δεν μπορεί. Ξύπνησε σε ένα από τα δωμάτια της ακαδημίας, από οικείους ήχους και για μια στιγμή (και μόνο για μια) νόμισε ότι όλα ήταν ένας εφιάλτης. Αλλά δεν ήταν. Πέρασαν μέρες μέχρι να σηκωθεί από το κρεβάτι για οποιοδήποτε λόγω πέρα το να πάει στην τουαλέτα. Τελικά ήταν ο μάγος που την έσωσε. Τα δικά του χέρια την είχαν αρπάξει. Την τηλεμετέφερε στην ακαδημία αλλά δεν κατάφερε να κάνει το ίδιο για κανέναν άλλον. Όταν τον ρώτησε γιατί, απάντησε ότι ήταν εντολή του αδελφού της, η τελευταία που έδωσε.
Όλα αυτά είναι δευτερεύουσες πληροφορίες στο μυαλό της (ίσως μια γωνιά του μυαλού της να ξέρει ήδη ότι αύριο όλο της το σώμα θα πονά)
Το μόνο που έχει σημασία είναι να συνεχίσει. Να μην δεχτείς τον πόνο. Να προχωρήσεις. Μην δεχτείς το κρύο πολέμα με ότι έχεις. Μην χαλαρώσεις η χαλάρωση είναι θάνατος (ή κάτι χειρότερο). Πίεζε τον εαυτό σου στα όρια σου και όταν φτάσεις σε αυτά ξεπέρασε τα πήγαινε ακόμα πιο πέρα και μετά… και μετά ή κούραση κατακλύζει το κορμί και πας στο κρεβάτι και ο ύπνος είναι ευλογημένος, χωρίς όνειρα, γιατί στα όνειρα καραδοκεί ο εφιάλτης.
Προσπαθούσε να γίνει ένα με το σπαθί της, ένα με τον περιβάλλοντα χώρο, ένα με τον σκιώδη της εχθρό. Με το σπαθί προτεταμένο στέκοταν ακίνητη εδώ και λίγα λεπτά. Αναπάντεχα ξεκίνησε. Το «άνθισμα του Ρόδου» έγινε «το βήμα της σαύρας», που με τη σειρά του «το ποτάμι που διασχίζει τα βουνά», ακολούθησαν «ο μαινόμενος ταύρος» και «το πέταγμα της αλκυόνας». Συνέχισε έτσι για περίπου μισή ώρα. Μετά σταμάτησε, έμεινε πάλη ακίνητη στην ίδια ακριβός θέση απ’ όπου ξεκίνησε, με μόνο την αναπνοή της και τα χαλίκια να προδίδουν τα τελευταία 30 λεπτά.
Η μέρα ήταν λίγες ώρες μακριά και ακόμα και τα καπηλειά είχαν αρχίσει να αδειάζουν. Κάποιοι θα έλεγαν ότι παρά ήταν αργά, άλλοι ότι παρά ήταν νωρίς, όταν άρχισε να κατευθύνεται στον κοιτώνα της. Η βροχή συνέχιζε ακόμα δυνατά και κάπου κάπου ο ουρανός φωτίζονταν από κεραυνούς. Όταν ποια έφτασε στον δωμάτιο της, βρήκε την πόρτα ξεκλείδωτη. Με προσοχή, (το σπαθί στο χέρι), μπήκε στο δωμάτιο. Δεν ξαφνιάστηκε πάρα πολύ όταν άκουσε μια οικεία φωνή.
- Κοίτα τρόπους, πόση ώρα νομίζεις ότι είμαι εδώ και περιμένω; Είναι τρόπος αυτός προς τους καλεσμένους σου; Για μια στιγμή σκέφτηκε να μην θηκαρώσει το σπαθί αλλά ο Γκλίντον ήταν χρήσιμος συνεργάτης αν και ενοχλητικός (και ο ίδιος ώρες ώρες το παραδέχονταν, συνήθως πάνω από μπόλικα άδεια μπουκάλια κρασιού).
Θηκάρωσε το σπαθί και τον κοίταξε. Μόλις 19 χρονών, είχε καταφέρει να έχει άκρες σε όλων τον υπόκοσμο της πόλης. Όσο και αν φαίνονταν χαλαρός, ξαπλωμένος στο κρεβάτι της τα μάτια του έκαιγαν με μια φλόγα που σε διαβεβαίωνε ότι δεν ξεκουράζονταν ποτέ. Για άλλη μια φορά σημείωσε στο μυαλό της πόσο επικίνδυνο μπορούσε να γίνει το άτομο που βρίσκονταν μπροστά της και μπήκε στο δωμάτιο.
1        Δεν θυμάμαι να σε κάλεσα, πες τι θέλεις και φύγε γρήγορα.
Ο Γκίλτον μούτρωσε.
- Με προσβάλεις… και εγώ που έκανα τόσο κόπο για να δω τι κάνεις… τη σκληρή που είσαι…(ένα χαμόγελο άρχισε να τρεμοπαίζει στο πρόσωπό του).
- Άσε τα αστεία, ξέρω ότι εδώ ήρθες για δουλειά λέγε λοιπόν τι θέλεις.
Το ύφος του σοβάρεψε και το μειδίαμα έγινε απροκάλυπτο στο πρόσωπό του.
- Πάντα στο θέμα ε; καλά λοιπόν όπως θες. Αύριο θα έρθουν και θα σε ζητήσουν για μια αποστολή, δεν γνωρίζω τον σκοπό αλλά μπορώ να βασιστώ πάνω σου ότι θα μου πεις;, ο πελάτης μου ενδιαφέρεται πολύ. Η αμοιβή που μου προσέφερε είναι ομολογουμένος γενναιόδωρη. Η προσφορά μου είναι η εξής, θα πάρεις εκατό χρυσά, θα μου πεις τι σου ζητάνε να κάνεις και από εκεί και πέρα οι δρόμοι μας χωρίζουν για άλλη μια φορά, λοιπόν; τι λες;
- Εκατό χρυσά για να σου πω το σκοπό της αποστολής μου ε; για να σκεφτώ… ΟΧΙ!
- Μα γιατί; σου προσφέρω μια μικρή περιουσία! Είπε με εμφανή αγανάκτηση ο Γκίλτον.
-Την έχουμε ξανά κάνει αυτή τη συζήτηση. Είπε και κατευθύνθηκε  προς την ντουλάπα της, όπου άρχισε να ψάχνει.
-Την έχουμε κάνει την συζήτηση αλλά ακόμα μου φαίνεται παράλογη. Είχε σοβαρέψει και μια μικρή φλόγα θυμού άρχισε να τρεμοπαίζει στα μάτια του. Ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να μην την αφήσει να φανεί στην φωνή του.
-Δεν θέλω να θέσω σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη που έχουν δείξει σε εμένα, πρέπει να προστατέψω το όνομα της ακαδημίας. Ξέρεις ότι ένας από τους λόγους που είναι γνωστή η ακαδημία είναι η διακριτικότητα με την οποία χειρίζεται τις υποθέσεις των πελατών της.
-Δεν συζήτησα να γίνεις αδιάκριτη. Είπε φανερά ενοχλημένος τώρα ο Γκίλον και ανακάθισε στο κρεβάτι, δεν σου ζητάω, ούτε το όνομα του πελάτη, ούτε τον τρόπο εκτέλεσης, ούτε καμιά άλλη πληροφορία, απλά να μου πεις τι ζήτησε σε γενικές γραμμές: πχ να φρουρήσετε ένα στόχο ή να μεταφέρεται ένα γράμμα ή να κάνετε φιγούρα στον γείτονα του ή ξέρω εγώ οτιδήποτε, ούτε χρόνο, ούτε τόπο, ούτε ποιοι άλλοι θα συμμετέχουν, ζητάω τόσα λίγα και δίνω τόσα πολλά!!.
-Ήρθε η ώρα να φύγεις, του απάντησε.
Ο Γκίλτον στέναξε απογοητευμένος και έγειρε το κεφάλι του.
-Ποτέ δεν θα σε καταλάβω, είπε με απογοήτευση και συνέχισε. Δέχεσαι να μας βοηθάς σε «βαριές» και επικίνδυνες αποστολές, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή σου, αλλά αρνείσαι οποιαδήποτε δώρο από εμάς. Ίσος ο αδελφός σου να ξερ… σταμάτησε βλέποντας το πρόσωπο της να συσπάτε από πόνο.
-Ο Λέριθον …, ξεκίνησε αλλά η φωνή της την πρόδωσε, Πήρε μια ανάσα προσπαθώντας να ηρεμίσει, να ελέγξει το τρέμουλο στη φωνή της.
-Ήταν παγίδα ξανάρχισε, μας περίμεναν. Ήταν τοξότες και ένας δράκος. Με έσωσε ο μάγος, αλλά ο αδελφός μου…, ή φωνή της την πρόδωσε πάλι, αυτή τη φορά μαζί με τα μάτια της, τα πόδια της λύγισαν και σωριάστηκε στο πάτωμα.
            Ήταν στο κρεβάτι της όταν συνήλθε. Κάποιος της είχε βγάλει τα βρεγμένα ρούχα και της είχε φορέσει στεγνά. Ανασηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω. Κανένα ίχνος του καλεσμένου της. Υπενθύμισε στον εαυτό της να ψάξει να βρει μια κλειδαριά που να μην μπορεί να διαρρηχτεί από τον Γκίλτον ( ή οποιονδήποτε άλλον). Ξανά ξάπλωσε στο κρεβάτι της και λίγο πριν την πάρει ο ύπνος αναρωτήθηκε αν υπήρχε μια τέτοια κλειδαριά.
            Η βροχή είχε πια σταματήσει όταν το κοράκι έφυγε πετώντας και κράζοντας πάνω από μια πόλη που τώρα άρχιζε να ξυπνάει.

Το ταξίδι.
Η Τριστάνια δεν ήταν χαρούμενη και σίγουρα δεν ήταν ήρεμη, ποτέ δεν ηρεμούσε κατά την διάρκεια αποστολής ή τουλάχιστον προσπαθούσε να μην είναι. Για αυτό φταίει ένας εκπαιδευτής της, βετεράνος μισθοφόρος με ουλές για δέκα άτομα στο πρόσωπο ήταν αυτός που τους έμαθε ότι κατά τη διάρκεια της αποστολής ή χαλαρότητα είναι το ίδιο ανθυγιεινή με ένα μαχαίρι χωμένο στα πλευρά και έντεκα ώρες ιππασίας δεν όπως και να το κάνεις δεν βοηθάνε στη χαλάρωση.
Το γεγονός ότι δεν ήταν χαρούμενη το χρώσταγε στην αποστολή της (καθώς και στον πρόσφατο θάνατο του αδελφού της, αλλά περισσότερο στην αποστολή). Ήταν μια φαινομενικά εύκολη αποστολή και λέω φαινομενικά γιατί όσο το σκέφτονταν τόσο της φαίνονταν ότι βρόμαγε.
Εξαιρώντας το γεγονός ότι κάποιος εκεί έξω ενδιαφέρονταν αρκετά για αυτή ώστε να προσπαθήσει να τη δωροδοκήσει υπήρχαν τα εξείς:
Πρώτον ο προορισμός: ποιος τρελός επιλέγει ως τόπο διαμονής τις Βαλτωμένες Κοιλάδες; «Ένας τρελός που θέλει την ησυχία του, αν και θα ήταν καλό να μην αναφέρεις μπροστά του τη λέξη «τρελός», είναι κομμάτι ευαίσθητος με το όλο θέμα...» ήταν η απάντηση από τον εργοδότη της έναν αγέλαστο μακρυγένη-μακρημάλλη μάγο με χρυσή καρδιά και μάτια γλυκά και υγρά σαν κουταβιού που άκουγε στο όνομα Διλεττάντης… ναι καλά θα ήθελες… η καρδιά του συγκεκριμένου ήταν κατά πάσα πιθανότατα θαμμένη κάτω από τόνους κυνισμού και μνησικακίας όσο τα μάτια του… λες και ήθελαν να σε τρυπήσουν για να δουν τι κρύβεις κάτω από το δέρμα σου ενώ ήξεραν ότι αυτό που θα έβρισκαν δεν θα τους άρεσε. Απλά και μόνο στην παρουσία του ένιωθες την θερμοκρασία του δωματίου να πέφτει. Αγγελιοφόρος του  «Συμβουλίου της Μαγείας», άντε να βρεις άκρη.
Δεύτερο ανησυχητικό σημείο «Συμβούλιο της Μαγείας». Αυτό ήταν το δεύτερο που την ενοχλούσε. Οι μάγοι σπάνια επιλέγουν τρίτους να κάνουν τις δουλειές τους. Είτε λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης σε οτιδήποτε έχει ελεύθερη βούληση είτε απλά προτιμούν να το κάνουν ι ίδιοι. Η απάντηση που δόθηκε ήταν «Ο συγκεκριμένος Άρχον Αρχιμάγος (αυτό ειπώθηκε λες και τον έβριζε και ίσος να το ‘κανε) επιθυμεί την ησυχία του, οπότε έχει κλίσει κάθε δίαυλο επικοινωνίας πέραν των αγγελιοφόρων. Το Συμβούλιο δεν θα επιθυμούσε να τον δυσαρεστήσει…». Όπως  σχολίασε αργότερα ο Θρούς Κοσαλίτης (ο Αρχηγός και Αρχιδάσκαλος της Ακαδημίας με 33 χρόνια και 9 μήνες ενεργούς δράσεις στο ενεργητικό του) «είτε αυτός ο μπάσταρδος έχει βάλει κάποια πραγματικά πανίσχυρα ξόρκια που δεν μπορούν να σπάσουν, είτε τον έχουν τόση ανάγκη τον φτοχωδιάβολο που δε τολμούν να τον δυσαρεστήσουν» σιγά τα νέα, αυτά τα είχε καταλάβει από μόνη της.
Τελευταίο και εξίσου σημαντικό ήταν το γεγονός ότι της είχαν δώσει συγκεκριμένη πορεία να ακολουθήσει. Συνήθως ο μισθοφόρος επέλεγε ο ίδιος τον δρόμο του μιας και γνωρίζει καλύτερα τους κινδύνους κάθε ενός τόπου. Δεν έπρεπε να κάνει στάσεις για τρόφιμα. Θυμήθηκε τις μερίδες που είχαν φορτώσει στο μουλάρι που της είχαν φορτώσει. Λαρδί για τον επόμενο μήνα τουλάχιστον με μερικά γευστικά διαλύματα γαλέτας και ξερών φρούτων. Πάλι καλά που είχε πάρει μαζί τις μερικές ποικιλίες βοτάνων για ροφήματα και σίγουρα θα υπήρχε εκεί μέσα και κανένα φλασκί με κρασί. Έπρεπε να μένει στην εξοχή κάτω από τον ξάστερο ουρανό… βρέξει χιονίσει. Αλλά καλά όλα αυτά. Γιατί μα τους χίλιους δαίμονες έπρεπε να περάσει μέσα από το Ξεχασμένο Δάσος. Η απάντηση σε αυτό ήταν ότι η εναλλακτική διαδρομή πρόσθετε μια βδομάδα στο ταξίδι τις το οποίο είναι ήδη μεγάλο και ότι αν δεν το είχε προσέξει πληρώνονταν με την μέρα.
Οι μισθοφόροι είναι μια προληπτική φάρα και το Ξεχασμένο Δάσος είναι τόπος φημισμένος για ανεξήγητα φαινόμενα. Οι μάγοι δεν έδιναν σημασία στους θρύλους που απέδιδαν σε αλλόφρονες Δρυίδες (στα μάτια τους όλοι οι Δρυίδες είναι αλλόφρονες), αλλά και αυτοί απέφευγαν τις παρυφές του δάσους. Στην ουσία είναι ένα γιγαντιαίο δάσος με πυκνή βλάστηση που περικυκλώνει την Βαλτώδης Κοιλάδα. Είναι περικυκλωμένο από τέσσερα βασίλεια, αυτό των Πεφωτιστών,  των Οχτώ Λυμνών, των Δρακοκόκκαλων και του Ήλιολέοντος.
Οι χάρτες των βασιλείων είναι κάπος ασαφείς για το πόσο δάσος και πιο κομμάτι δάσους ανήκει σε ποια χώρα. Λέγεται ότι αιώνες πριν, πριν ακόμα δημιουργηθεί η Βαλτώδης Κοιλάδα, έγινε μεγάλος πόλεμος ανάμεσα στα έθνη για την κυριότητα του Δάσους που τότε ακόμα είχε όνομα. Στρατοί και μάγοι συγκρούστηκαν στις παρυφές και στα ενδότερα του δάσους, η γη σείονταν και οι ουρανοί έβρεχαν οξύ, το αίμα χύνονταν ποτάμι. Το γιατί και πως τελείωσε ο πόλεμος έχει μείνει ανεξήγητο. Άλλοι λένε ότι οι Δρυίδες απείλησαν τους μονάρχες και κατάφεραν να φέρουν την ανακωχή, άλλοι ότι το ίδιο το δάσος απέχτησε ζωή και άρχισε να τιμωρεί όσους το διάβαιναν κάνοντας ολόκληρες μονάδες από τους στρατούς να χαθούν κάτω από τα πυκνά του φυλλώματα, άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι οι Βασιλιάδες συναντήθηκαν μυστικά και αποφάσισαν να αφήσουν το δάσος σαν ουδέτερη περιοχή και σαν φυσικό όριο, γιατί δεν το έκαναν αυτό νωρίτερα κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Είναι πάντως γεγονός ότι ο πόλεμος τελείωσε.
Κανείς δεν είναι σίγουρος για το πότε ακριβός έκανε την εμφάνιση της η Βαλτώδης Κοιλάδα, χρόνο με το χρόνο άρχισε να κατατρώει το δάσος και να απλώνεται προς την δυτική μεριά του. Έφτασε να ξεπεράσει τα όρια του δάσους και έμεινε έκτοτε στάσιμη.
Οι αιώνες πέρασαν Βασιλιάδες ανέβηκαν και πέσανε, νέοι πόλεμοι γίνανε και σιγά σιγά το ανίερο αυτό μέρος παράπεσε από τα συρτάρια της ιστορίας, το τρανό του όνομα ξεχάστηκε, κανείς δεν ασχολούνταν με το δάσος μόνο κάτι περίεργοι που έψαχναν να βρουν την περιπέτεια κάτω από φυλλώματα και αρχαίους κορμούς. Λέγεται ότι ήταν ο Πρόντελ των Χιλίων Σπαθιών που το αποκάλεσε «Μέρος ξεχασμένο από Θεούς και ανθρώπους» και από τότε ο τίτλος κόλλησε. Ξεχασμένο Δάσος.
            Το Ξεχασμένο Δάσος ήταν το μόνο κομμάτι του ταξιδιού που την ανυσηχούσε. Κατά τα άλλα προβλέπονταν ένα φυσιολογικό ταξίδι, λίγοι ληστές, ένα δύο άγρια ζώα και ώρες ατελείωτες πότε ιππασίας και πότε περπατήματος στους χωματόδρομους.
Δεν είχε πληροφορίες για άτομα που θα θέλαν ν’ αποσπάσουν το μήνυμα τουλάχιστον έτσι είχε ισχυριστεί ο μάγος, η επίσκεψη του φίλου της το προηγούμενο βράδυ της έβαζε άλλες υποψίες. «Ο Γέρος Στρατιώτης» είχε σαφείς κανόνες για την μεταφορά και την επικινδυνότητα των μηνυμάτων και την άμεση σχέση τους με το κόστος της αποστολής. Αν το μήνυμα είχε χαρακτηριστεί ως απόρρητο, θα είχαν γίνει διαφορετικές διαδικασίες ίσος να είχε στηθεί καμιά μασκαράτα ή ποιος ξέρει τι και σίγουρα  σε περίπτωση που τους έπιαναν θα προσπαθούσαν να κρατήσουν το απόρρητο ξερνόντας 3-4 διαφορετικά ημιαληθή ψέματα πριν φτάσουν στα όρια τους, τόσο καλά πληρωνόντουσαν. Στην περίπτωση της αν πάνω από δύο άτομα την σταμάταγαν στο δρόμο και την απειλούσαν να τους πει τη μεταφέρει, αυτή με ευσυνηδισία και μεθοδικότητα θα έλεγε την αλήθεια χωρίς να αφήσει σκοτεινά σημεία στην ιστορία της θα τους έδειχνε το γράμμα και αν θέλανε θα τους έδινε και ένα απ’ τα  αντίγραφα ασφαλείας που είχε, γιατί δεν πλυρόνταν όσο θα έπρεπε για να το κρατήσει απόρυτο.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν έφτασε στις παρυφές του δάσους. Άναψε μια φωτιά μαζεύοντας ότι κλαριά βρήκε εκεί γύρο, δεν ήθελε να κόψει ούτε κλαράκι από το δάσος άμα δεν υπήρχε μεγάλη ανάγκη, δεν χρειάζονταν να παίρνει ρίσκα, ποτέ δεν ξέρεις. Έβαλε λίγο από το κρέας να ψήνεται σε μια αυτοσχέδια σούβλα και πήγε να περιποιηθεί το άλογο και το μουλάρι της. Η περιποίηση του αλόγου ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία για την ίδια. Ακολουθούσε κάθε βήμα με θρησκευτική προσήλωση χωρίς να παραλείπει τίποτα σε κανένα από τα ζώα. Λίγα είναι τα πράγματα στα οποία ένας πολεμιστής μπορεί να βασίσει την ζωή του, ή τεχνική του στα όπλα, τα ίδια του τα όπλα, η πανοπλία του και το άλογό του. Δεν θυμόνταν ποιος γερασμένος γερόλυκος το είχε πει αυτό αλλά το έφερνε συχνά στο μυαλό της και το είχε σαν κανόνα.
Το βράδυ είχε έναν ήσυχο ύπνο. Η μυρωδιά από το κρέας δεν προσέλκυσε ζώα (τετράποδα ή από τα άλλα) και το πρωί τη βρήκε αναζωογονημένη. Έκανε κάποιες ασκήσεις για να ξεμουδιάσει και μετά από ένα σχετικά λιτό πρωινό έλεγξε την πορεία της στο χάρτη. Αν δεν έκανε στάσεις θα κατάφερνε να περάσει το δάσος και να φτάσει στον βάλτο πριν νυχτώσει. Τώρα το πόσο καλό ήταν αυτό είναι αμφιλεγόμενο. Από την μία ένα στοιχειωμένο δάσος και από την άλλη ένα έλος γεμάτο κουνούπια, βατράχια ,φίδια και παράφρονες μάγους. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο βάλτος ήταν μάλλον προτιμότερος από το δάσος, πήρε μια βαθιά ανάσα βλαστήμησε τον εργοδότη της και ξεκίνησε την πορεία της ημέρας.
Ανήσυχος ύπνος.

Ο ήλιος είχε παραχωρήσει για τα καλά τη θέση του στο φεγγάρι όταν πια η Τριστάνια έφτασε στις παρυφές του βάλτου.
Η απόσταση από μόνη της παραείταν μεγάλη και κουραστική, αν προσθέσει κανείς τη δύσκολη για το άλογο και αναβάτη πορεία μέσα από το δάσος, μίας και σε πολλά σημεία έπρεπε να κατέβει από το άλογο και να το οδηγήσει σε κύκλο γύρο από απροσπέλαστα για τα ζώα σημεία τότε το αποτέλεσμα είναι μια κακή διάθεση.
Με λίγο πιο ελαφριά την καρδιά, βγήκε από αυτό το καταραμένο μέρος και κοίταξε μπροστά της τον βάλτο. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι είχε λιγότερα κουνούπια από ότι περίμενε.
Το φεγγάρι ολόγιομο φώτιζε τους βάλτους δίνοντας τους μια μαγική αύρα "ο Λέριθον θα το λάτρευε" σκέφτηκε. Άφησε έναν αναστεναγμό να της ξεφύγει και άρχισε να ξεσελώνει το άλογο.
Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε, προάγγελος του επερχόμενου φθινοπώρου, κάνοντας τα φύλα στα δένδρα να θροΐζουν και την έβγαλε από τις σκέψεις τις. Από πότε είχε να σκεφτεί τον αδερφό της; Η αίσθηση απώλειας ήταν εκεί καθώς και ο πόνος και η πικρία αλλά είχαν χάση την κόψη τους. Άφησε το πιάτο της με τα απομινάρια από το κρέας να έχουν πια κρυώσει. Έβγαλε την πανοπλία της (σκληρό δέρμα δουλεμένο και ενισχυμένο σε κάποια σημεία) και φόρεσε μάλλινα ρούχα που θα την κρατούσαν ζεστή το βράδι και μπήκε στη σκηνή της. Προβλέπονταν μια κρύα νύχτα με πολύ υγρασία.
Η πρώτη από τις αισθήσεις της που διαπέρασε το πέπλο του ονείρου ήταν η όσφρηση. Πιο συγκεκριμένα η έντονη μυρωδιά καπνού. Δευτερόλεπτα μετά άκουσε τα χλιμιντρίσματα των ζώων και τη φωτιά. Τέρμα ο ύπνος για σήμερα. Άνοιξε τα μάτια της και έσφιξε το χέρι της γύρο από το σπαθί (ποτέ μακριά το σπαθί από το χέρι) μια περισσότερο ενστικτώδεις αντίδραση στην παρουσία κινδύνου παρά οτιδήποτε άλλο.
Δεν πέρασαν πάνω από δύο δευτερόλεπτα πριν συνειδητοποιήσει ότι ο κίνδυνος που την κύκλωνε δεν μπορούσε αντιμετωπιστεί με κανένα ξίφος. Το δάσος καιγόντανε. Έτρεξε και έλυσε τα χαλινάρια από τα ζώα. Η φωτιά ήταν ακόμα μακριά άλλα όχι για πολύ. Έριξε μια κατάρα σε όποιον δαίμονα είχε την φαεινή ιδέα να βάλει τη φωτιά. Μαζεύοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα πράγματά της κατευθύνθηκε πιο βαθιά στο βάλτο, κάτω από άλλες συνθήκες το να πρωχοράς στο βάλτο τη νύχτα ήταν σωστή αυτοκτονία αλλά η φωτιά είχε πια φτάσει στις παρυφές του δάσους, εκεί που λίγα λεπτά πριν ήταν η κατασκύνοσή της, φωτίζοντας τη νύχτα και πανικοβάλλοντας τα άλογα.
Με τα χαλινάρια στο χέρι οδήγησε τα ζωντανά σε μια απόσταση που θεωρούσε  ασφαλής πιο βαθειά στο βάλτο. Ο ύπνος είχε εγκαταλείψει το σώμα της για τα καλά και η αδρεναλίνη είχε πάρει τη θέση του. Ευχαρίστησε τον Βοναλέθιον τον θεό των δρόμων  τον αέναο περπατητή, που έβγαλε τις λακκούβες από τον δρόμο της και έκανε μια σημείωση στο μυαλό της να κάνει μια  δωρεά στην εκκλησία του. Γυρνώντας  προς τη φωτιά έμεινε πάγωσε και άφησε τα χαλινάρια. Μια απίστευτου μεγέθους μορφή να γελά με ένα άηχο γέλιο.
Τα δένδρα του Ξεχασμένου Δάσους κανείς ποτέ δεν τα αποκάλεσε μικρά. Με ύψος που ξεπερνούσε τα εβδομήντα μέτρα, τα δένδρα αυτά μόλις που έφταναν στη μέση του τέρατος. Ο δαίμονας, και λέω δαίμονας γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι, εκτός από ένα πλάσμα βγαλμένο κατευθείαν από την κόλαση; είχε δύο χέρια που κατέληγαν σε νύχια γαμψά, μια μακριά ουρά τινάζονταν πίσω του και κέρατα ταύρου είχαν φυτρώσει στο κούτελο του. Στην πλάτη του αχνοφένονταν δύο ατροφικά φτερά. Η λάμψη της φωτιάς έδινε στο δέρμα του το χρώμα καστανοκόκκινο. Ξερίζωνε δένδρα σαν να ήταν χορταράκια, πετώντας τα  σε σημεία που η φωτιά δεν είχε φτάσει ακόμα και προχωρούσε βορειοανατολικά προς το μεγαλύτερο κομμάτι του δάσους από στην βόρια πλευρά του βάλτου σέρνοντας μαζί του την πύρινη λαίλαπα.
Η Τριστάνια ήταν παγωμένη από το φόβο της μπροστά στο θέαμα αυτό. Το μυαλό της αρνούνταν να δεχτεί αυτό που της έδειχναν τα μάτια της και τα μάτια της αρνούνταν να μετακινηθούν από το εφιαλτικό αυτό σκηνικό. Οι φλόγες μεγάλωναν με κάθε λεπτό που περνούσε και εξαπλώνονταν με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα και το χειρότερο… φαίνονταν να ανταποκρίνονται στις βουλές του δαίμονα. Κάθε φορά που γέλαγε οι φλόγες δυνάμωναν λες και έπαιρναν ζωή από τη χαρά του.
Όταν είδε την πρώτη από τις λασπώδεις μορφές με την άκρη του ματιού της, πισοπάτησε ξαφνιασμένη. Τράβηξε το σπαθί της και πήρε στάση αμυντική. Το πλάσμα όμως την προσπέρασε και με μεγάλες δρασκελιές συνέχισε να προχωρά κατευθυνόμενο προς τον δαίμονα. Παραξενευμένη που τα άλογα δεν χλυμήντρησαν η δεν κάνανε κάποια φασαρία στράφηκε προς αυτά. Άφησε να της ξεφύγει μια κραυγή βλέποντας δεκάδες ίδιες οντότητες να κατευθύνονται προς τον δαίμονα και τη μαινόμενη φωτιά, αγνοώντας την τέλειος. Για δεύτερη φορά σε μία νύχτα το μυαλό της δεν μπορούσε να βγάλει συμπεράσματα για την θέση της, πρώτα ο δαίμονας και τώρα αυτό.
Ήταν ψηλά πάνω από δύο μέτρα ύψος το κάθε ένα, με χέρια χοντρά σαν κορμούς δένδρων, το σώμα τους ήταν χοντρό σαν βαρέλι κρασιού με ένα εξόγκωμα για κεφάλι χωρίς να φαίνονται σε αυτό μάτια, μύτη στόμα ή αυτιά. Καλυμμένα από την κορυφή ως κάτω με λάσπη, νούφαρα και φυτά του βάλτου, προχωράγανε με μεγάλες δρασκελιές και μεγάλη ταχύτητα. Τι πλάσματα είναι αυτά; Αναρωτήθηκε και γιατί πάνε προς τον δαίμονας; Να το πολεμήσουν; Να τον βοηθήσουν;.
-           Επιβλητικό θέαμα δεν νομίζεις. Είπε μια φωνή πίσω της. Γύρισε με το σπαθί υψωμένο. Κανείς δεν ήταν εκεί.
-           Εδώ! Λίγο πιο ψηλά. Ξανακούστηκε η φωνή. Η Τριστάνια σήκωσε το βλέμμα της και είδε δύο άνδρες να αιωρούντε γύρο στα δυόμιση μέτρα από το έδαφος.
-           Άσχημο θέαμα σίγουρα αλλά παρόλα αυτά επιβλητικό. Και δεν γίνεται να αρνηθεί κανείς ότι παρά την όλη ασχήμια του καλεί και μιλάει σε κάποια σκοτεινή γωνιά της ψυχής μας. Άραγε τη λέει αυτό για τη φύση μας; Ε; τι νομίζεις Αφενάκιστε;. Ήταν ο γυρεότερος από τους δύο, ένας άνδρας γύρο στα εξήντα με φαλάκρα και πρόσωπο σημαδεμένο από ρυτίδες και ουλές που μίλαγε. Κράταγε ένα περίεργο όπλο. Με ύψος δύο μέτρα, από τη μέση και κάτω ήταν ραβδί και από τη μέση και πάνω ήταν ίσιο σπαθί. Απέρητο χωρίς στολίδια το όπλο αυτό ήταν φτιαγμένο για μάχη. Φόραγε χοντρά μάλλινα ρούχα σαν των χωριατών και καφέ μπότες πολύ χρήσιμες για τον βάλτο. Ξέρεις χρήσιμες όπως αν περπάταγες σε αυτόν και όχι δύο μέτρα από πάνω του. Παρόλο τα φτωχικά του ρούχα είχε έναν αέρα αδιαφιλονίκητης εξουσίας και αυθεντίας γύρο του όχι ανόμοιο με αυτόν του Θρους.
-           Νομίζω δάσκαλε ότι αντί να το θαυμάζουμε θα έπρεπε να προετοιμαζόμαστε για την επίθεσή μας καθώς επίσης θα έπρεπε και να κατέβουμε στο ίδιο επίπεδο με την δεσποινίδα από εδώ, είναι αγένεια να την αναγκάζουμε να σηκώνει το κεφάλι της για να μας βλέπει.
-         Ω σταμάτα δεν ξέρεις τίποτα από γυναίκες. Είπε και άρχισε να χαμηλώνει το ύψος. Η πρώτη εντύπωση πρέπει πάντα να είναι θεαματική. Δεν συμφωνείτε Δεσποινίς;. Χαμογελώντας έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και άπλωσε το χέρι του για να του δώσει το δικό της. Η Τριστάνια άπλωσε το χέρι της αποσβολωμένη από το όλο συμβάν και τα προηγούμενα γεγονότα.
-         Ονομάζομαι Μεντούρις Νυχτοπαρωρίτης. Και λέγοντας αυτό έφερε το χέρι της στα χείλη του.
-         Αναρωτιόμουν δεσποινίς έχετε κάποια σχέση με τον δαίμονα; Συνέχισε. Όχι; Για να πω την αλήθεια δεν περίμενα να έχεις. Μήπως λοιπόν θα μπορούσες να μας βοηθήσεις να τον συμμαζέψουμε;
Η Τριστάνια προσπαθώντας να μαζέψει τις σκόρπιες σκέψεις τις και κάποια από την αξιοπρέπεια της ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να σκεφτεί τη της λέει ο γέροντας όπως ήταν φυσικό κόλλησε. Σταμάτησε ακίνητη. Κοίταξε τον γέροντα. Κοίταξε τον νεαρό. Μετά κοίταξε τον δαίμονα  ξανακοίταξε τον γέροντα για να βεβαιωθεί ότι δεν την κοροϊδεύει και ξανακοίταξε τον δαίμονα. Και ξανά τον νεαρό που σήκωσε τους ωμούς του σαν να παραδίδεται και για τρίτη φορά τον γέροντα. Εκεί κάπου ανακάλυψε ότι το κομμάτι κρέας που είχε ανάμεσα στις γνάθους της ήταν ακόμα λειτουργικό και αποφάσισε κόντρα στην φυσική της παρόρμηση (να πέσει κάτω και να γελά μέχρι να ξυπνήσει από τον εφιάλτη) να το χρησιμοποιήσει για να μιλήσει.
-          Πλάκα μου κάνετε; Ποιοι είστε εσείς; Τι δουλειά έχετε με τον δαίμονα; Τι είναι αυτές οι κινούμενες μάζες από λάσπη; Πώς πετάγατε προηγουμένως; Και πως είπες ότι σε λένε;
-          Νυχτοπαρωρίτης, Αρχιμάγος Μεντούρις Νυχτοπαρωρίτης για την ακρίβεια. Και από εδώ ο βοηθός μου και μαθητευόμενός μου Αφενάκιστος μάγος πολλά υποσχόμενος.
-          Μισώ λεπτό έχω έρθει με ένα μήνυμα για εσάς από το Συμβούλιο της Μαγείας.
-          Όλα στην ώρα τους. Τώρα σε ξαναρωτώ μπορείς να με βοηθήσεις να πολεμήσω τον δαίμονα; Δεν θα κάνεις πολλά, απλά με τον μαθητευόμενό μου θα προστατεύεται το σώμα μου. Πιθανότατα δεν θα χρειαστεί να κάνεις τίποτα.
-          Ναι αλλά εσύ πώς θα τον πολεμήσεις; Είναι γιγάντιος, σκίζει τα δένδρα σαν οδοντογλυφίδες….
-          Μικρή μου χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω, την διέκοψε, είμαι ένας γέρος και  απλά πανίσχυρος αρχιμάγος που ζει σε ένα βάλτο περιστοιχισμένο από ένα μαγικό δάσος, δείξε μου λίγη εμπιστοσύνη κάτι έχω σκεφτεί.

Η μάχη(μέρος πρώτο).
Ακούστηκε από μακριά ένας κεραυνός. Ο δαίμονας συνέχιζε το καταστροφικό του έργο. Η γη σείστηκε κάτω από τα βήματα του νεοφερμένου και αυτό τράβηξε την προσοχή του δαίμονα. Γύρισε αργά πρώτα το κεφαλή του και μετά ολόκληρο το σώμα ώστε να είναι αντικριστός με αυτόν που τόλμησε να τον διακόψει από το έργο του. Ένα όν το ίδιο ψηλό με τον ίδιο, καλυμμένο με λάσπη και φυτά του βάλτου, μια μορφή από τον πρώτο καιρό του κόσμου, ένα στοιχειακό του βάλτου ήταν αντικριστά του. Ο δαίμον γέλασε. Πόσο του άρεσε να καταστρέφει στοιχειακά. Η επίθεσή του ήταν ξαφνική με και με μένος. Ένας πίδακας φωτιάς ξεχύθηκε από τα χέρια του και κάλυψε το στοιχειακό. Ο δαίμονας συνέχισε να θρέφει την φωτιά για αρκετά λεπτά και όταν τελείωσε είδε τις ρωγμές στην μορφή του αντιπάλου του. Η φωτιά είχε ξεράνει την λάσπη και η γροθιά του δαίμονα την θρυμμάτισε. Η μάλλον θρυμμάτισε κομμάτι αυτής. Το στοιχειακό σήκωσε τα χέρια του και δύο μαστίγια λάσπης χτύπησαν τον δαίμονα στο πρόσωπο τυφλώνοντας του προσωρινά.
Ένας κεραυνός ακούστηκε από μακριά. Φτύνοντας κατάρες στη γλώσσα του ο δαίμονας καλύπτοντας με τον αγκώνα του αριστερού του χεριού το πρόσωπο καθάρισε τα μάτια του με το δεξί. Οι καμτσικιές του στοιχειακού στο υπόλοιπο σώμα δεν φαίνονταν να κάνουν σοβαρή ζημιά. Όταν πια μπορούσε πάλι να δει ο δαίμονας έκανε την κίνηση του. Τίναξε μπροστά και χαμηλά το σώμα του ώστε να αποφύγει το πρόσωπο του τα μαστίγια και να πιάσει το στοιχειακό από την μέση. Μόλις το έκανε αυτό άφησε μια κραυγή και μια χρυσοπράσινη φλόγα τους τύλιξε και τους δύο κάνοντας ακόμα και τα αποκαΐδια τον γύρο δένδρων σε ακτίνα πολλών μέτρων να λαμπαδιάσουν με νέα ορμή.
Από μακριά ένας κεραυνός ακούστηκε. Όταν καταλάγιασε η φωτιά ο δαίμονας σήκωσε αργά το σώμα του και με την κίνησή του αυτή διαλύθηκε το στοιχειακό. Θρυματίστηκε σαν πύργος άμμου που ήταν. Ο δαίμονας βαριανάσαινε. Του είχε στοιχίσει πολύ αυτή ή επίθεση. Κοίταξε τα απομεινάρια του στοιχειακού και τα έφτυσε. Γυρίζοντας προς το δάσος που είχε να κάψει κάτι ένιωσε στην άκρη του προσώπου του. Ψηλάφισε το σημείο και έφερε το χέρι του στο ύψος τον ματιών του. Ήταν μια κηλίδα λάσπης. Πιο μικρή από το νύχι του λίγο πιο μεγάλη από ότι θα ήταν για εμάς ένα τσίμπημα εντόμου. Ίσα που πρόλαβε να την δει πριν παρασύρει την σκόνη ο άνεμος. Γυρίζοντας οργισμένος προς την κατεύθυνση που του ήρθε αυτή ένιωσε κατάπληκτος και άλλα τρία τέσσερα τέτοια χτυπήματα. Κοίταξε χαμηλά και είδε δεκάδες, όχι, εκατοντάδες μικρά στοιχειακά όμοια με αυτό που είχε μόλις καταστρέψει, με υψωμένα τα χέρια τους προς αυτόν σαν να τον ικέτευαν.
Μια αστραπή φώτισε τον γεμάτο καπνό ουρανό ακολουθούμενη από μια εκοφαντική βροντή. Σαν να δόθηκε εντολή όλα μαζί τα στοιχειακά, άνοιξαν ένα μπαράζ επιθέσεων προς τον δαίμονα. Χιλιάδες μπάλες λάσπης εκτοξεύθηκαν προς την κατεύθυνση του άλλες πετυχαίνοντας τον και άλλες όχι. Μια ασταμάτητη βροχή από λάσπη ανάγκασε τον δαίμονα να σηκώσει τα χέρια του για να καλύψει το πρόσωπό του και να πισωπατήσει. Τα στοιχειακά ακάθεκτα συνέχισαν, στόχευαν τώρα περισσότερο στο κεφάλι του δαίμονα ενώ αρκετά από αυτά άρχισαν να ρίχνουν τη λάσπη τους προς τα φλεγόμενα δένδρα σβήνοντας τις φλόγες. Τα στήθια του δαίμονα φούσκωσαν από την βαθιά ανάσα που πήρε, την κράτησε λίγο μέσα του και με μια ξαφνική κίνηση άνοιξε τα χέρια του και έφτυσε έναν ποταμό φωτιάς από το στόμα του προς τα στοιχειακά που τον χτύπαγαν καταστρέφοντας τα ακαριαία.
Ένας κεραυνός χτύπησε κατάστηθα τον δαίμονα και ο ήχος της βροντής του αναμίχθηκε με τα ουρλιαχτά πόνου του δαίμονα. Δύο στοιχειακά ψηλά όσα τα αρχαία δένδρα του δάσους πιασαν με τα μαστίγια τους το δεξί πόδι του δαίμονα και το τράβηξαν με δύναμη κάνοντας τον να χάσει την ισορροπία του και να πέσει. Ομάδες τότε από στοιχειακά άρχισαν να ρίχνουν πάλι λάσπη στο πρόσωπό του ενώ τα δύο τα μεγάλα πιασαν το καθένα από ένα πόδι του με σκοπό να τον κρατήσουν κάτω. Πολλά μικρά πιάστηκαν και ανεβήκαν στα χέρια και στο στήθος του, από όπου ξανά άρχισαν να ρίχνουν λάσπη.
Ένας δυνατός βόρειος άνεμος άρχισε να φυσά. Ο δαίμονας άνοιξε τα μάτια του. Με μια κραυγή τύλιξε τον εαυτό του σε χρυσοπράσινη φλόγα διαλύοντας στοιχειακά και απομεινάρια δένδρων μαζί, δημιουργώντας μια λίμνη μάγματος. Στο σημείο που ήταν το σώμα του σηκώθηκε ακόμα τυλιγμένος στην φλόγα και ύψωσε τα χέρια του στον αέρα. Γλώσσες φωτιάς κινούμενες σαν φίδια ξεχύθηκαν από τα δάχτυλά του και κατέβηκαν στο έδαφος όπου και κατέστρεψαν τα στοιχειακά έως και το τελευταίο. Από τη θέρμη της φωτιάς προς στιγμήν ένα ανοδικό ρεύμα θερμού αέρα καθάρισε τον καπνό και τα σύννεφα, αφήνοντας τα άστρα να γίνου μάρτυρες του τρομερού αυτού σκηνικού.
Όταν ο δαίμονας κατέβασε πια τα χέρια του και έσβησε η φωτιά. Τα σύννεφα ξανασκεπάσαν τον ουρανό και άρχισε να βρέχει. Λαχανιασμένος και με εμφανή τα σημάδια κούρασης ο δαίμονας κοίταζε το έδαφος και τους ατμούς που σηκώνονταν όταν το νερό άγγιζε το πυρωμένο έδαφος κρυώνοντας το σιγά σιγά, στερεοποιώντας το. Η βροχή δυνάμωσε έσβησε της φωτιές στα δένδρα του δαίμονα. Αστραπές έλαμπαν στον ουρανό.
-         Γύρνα να με αντιμετωπίσεις κτήνος.
Με αργές κινήσεις ο δαίμονας γύρισε και αντίκρισε τον νέο του αντίπαλο. Έναν γίγαντα ένα κεφάλι πιο κοντό από τον ίδιο, ντυμένο με ελαφριά πανοπλία που του κάλυπτε το στήθος αφήνοντας τα χέρια και τα πόδια του ελεύθερα, αν ήξερε από επίσημε στολές τότε θα αναγνώριζε τα ρούχα σαν την πολεμική στολή των μαχητών της χώρας των Πεφωτιστών. Στο δεξί του χέρι κράταγε ένα όπλο που από τη μέση και πάνω ήταν σπαθί και από την μέση και κάτω ραβδί. Το πρόσωπο του ήταν καλυμμένο με μια μάσκα που το μισό της στόμα γέλαγε και το μισό έκλεγε.
-         Αρκετά υπέφερε το δάσος στα χέρια σου.
Ο δαίμονας γέλασε και το γέλιο του ήταν φρικτό. Μίλησε και τα λόγια του ήταν γεμάτα κακία παρμένα από τις πιο σκοτεινές γωνιές τις κολάσεως
 -     Μιλάς για το δάσος θνητέ αλλά βλέπω στην ψυχή σου ότι δεν είναι αυτό ο λόγου που αποζητάς την μάχη. Λέγοντας αυτά σιδερογροθιές κάλυπταν τα χέρια του και ένα γιγάντιο ξίφος εμφανίστηκε μπροστά του. Η λάμα έλαμπε κόκκινη σαν να ήταν πυρωμένη και ρούνοι κυλούσαν στην επιφάνιά της. Ο δαίμονας το έπιασε και συνέχισε.
-  Φοβάσαι μάγε. Φοβάσαι ότι το γέρικο σώμα σου δεν θα αντέξει την δοκιμασία. Φοβάσαι ότι οι πενιχρές γητειές σου δεν θα είναι αρκετές και πάνω από όλα φοβάσαι ότι θα πεθάνεις στο κρεβάτι σου μόνος και ανήμπορος. Γι’ αυτό είσαι εδώ. Για ένα ηρωικό τέλος. Για ένα κύκνειο όπως το αποκαλείται άσμα. Ας είναι θα σου χαρίσω την μάχη που θέλεις αλλά δεν θα πεθάνεις, όχι, απόψε θα τραβήξω το σώμα σου στην δική μου χώρα όπου δεν θα έρθει κανείς ποτέ για σένα, ούτε καν ο ποθητός πλέον θάνατος. Ετοιμάσου λοιπόν θνητέ. Ετοιμάσου γιατί με τα στοιχειακά σου και τις προκλήσεις σου κέρδισες την οργή του ρούντραν. Τα τελευταία λόγια βγήκαν σαν ουρλιαχτό από το στόμα του και όρμισε προς τον μάγο-πολεμιστή. Στα μισά της κίνησής του, ανέστρεψε την λαβή του στο ξίφος και έστριψε το σώμα του αριστερόστροφα σε ένα χτύπημα που στόχευε στα πόδια. Η Τριστάνια θα αναγνώριζε την κίνηση ως «έκρηξη του ηφαιστείου» μια από τις πιο δύσκολες στην εφαρμογή και επικίνδυνες επιθέσεις. Το χτύπημα θα του θέριζε τα πόδια του αντιπάλου του αν αυτός δεν εξαφανίζονταν και επανεμφανίζονταν στο δευτερόλεπτο που το ξίφος τον έχει προσπεράσει. Στροβίλισε το όπλο του και έστειλε την λεπίδα στην αφύλαχτη πλάτη του δαίμονα ανοίγοντας την πέρα για πέρα… αν τη χτύπαγε, ο δαίμονας όπως ο μάγος πριν από δευτερόλεπτα εξαφανίστηκε.
- Το ξέρουν δύο αυτό το παιχνίδι μάγε. Είπε με ειρωνικό τρόπο ο δαίμονας.
- Και μπορεί εσύ να έχει δεκαετίες που το εξασκείς αλλά εγώ έχω αιώνες που το παίζω.

Τακτική.
Η Τριστάνια παρακολουθούσε την μάχη με ενδιαφέρον. Ως τώρα όλα πήγαιναν βάση του σχεδίου του μάγου. Ήταν ένα απλό σχέδιο από αυτά που τείνουν να δουλεύουν. Ο μάγος θα καθυστερούσε τον δαίμονα πρώτα με τα στοιχειακά και μετά πολεμώντας τον ο ίδιος ώσπου να ‘ρθούν οι ενισχύσεις από τους Δρυίδες του δάσους ή από άλλου μάγους. Στο μεταξύ αυτή και ο Αφενάκιστος έπρεπε να εντοπίσουν αυτόν που κάλεσε τον δαίμονα.
- Το κάλεσμα ενός δαίμονα δεν είναι απλή υπόθεση, της εξήγησε ο Αφενάκιστος. Αν γίνει σωστά ο Εγκλητής γίνεται άτρωτος ακόμα και στις πιο δυνατές επιθέσεις του δαίμονα και τον αναγκάζει να υπακούει στις εντολές του. Από εκεί έπειτα ο χρόνος και η απόσταση που μπορεί να τον κρατήσει εξαρτώνται από την δύναμη τη δική του και του δαίμονα. Ο μέσο μάγος μπορεί να ελέγχει κάποιον από του κατώτερους δαίμονες για μέρες και να τους στέλνει σε αποστάσεις χιλιομέτρων. Για έναν όμως τόσο ισχυρό δαίμονα ο ακόμα και κάποιος από τους αρχιμάγους δεν θα μπορούσε να είναι σε απόσταση μικρότερη των δύο χιλιομέτρων και δεν θα μπορούσε να τον κρατήσει πάνω από μια-δυο ώρες το πολύ, αν απομακρυνθεί ό μάγος περαιτέρω ή περάσει η ώρα ο δαίμονας θα επιστρέψει στον λάκκο από όπου ήρθε και καλά ξεκουμπίδια. Οπότε όσο ο δάσκαλος μου τον καθυστερεί, πρέπει να βρούμε τον αρχιμάγο και να του χαλάσουμε το ξόρκι.
 Ο Αφενάκιστος, με την άδεια της Τριστάνια, έκανε ένα ξόρκι στο άλογο της που το έκανε να ξεχάσει την κούρασή του. Καβάλα λοιπών η Τριστάνια και πετώντας ο μάγος έφτασαν σε λίγα λεπτά πίσω στο σημείο έναρξης. Τις παρυφές του δάσους. Ξεκαβαλίκεψε και κοίταξε ψηλά στον δαίμονα. Το γιγάντιο στοιχειακό είχε μόλις κάνει την εμφάνιση του.
- Που θα ψάξουμε; Δύο χιλιόμετρα  περιφερειακά του δαίμονα είναι μεγάλη απόσταση και θα μας πάρει πάνω από δύο μέρες.
- Το ξέρω. Κοίτα αν ο μάγος ήταν πίσω από τον δαίμονα οι φωτιές που αυτός ανάβει θα τον κύκλωναν γρήγορα και αν και τα ξόρκια αυτού δεν τον επηρεάζουν δεν είναι άτρωτος στην κοινή φωτιά ή σε πτώση κάποιου δένδρου. Το ίδιο θα συνέβαινε αν ήταν πολύ κοντά στον δαίμονα, εγώ στη θέση του είτε θα ήμουν μπροστά από τον δαίμονα είτε θα ήμουν από την μεριά του βάλτου αλλά παρόλα αυτά δεν μπορώ να αποκλείσω την περίπτωση αν είναι από την διαμετρικά αντίθετη μεριά του βάλτου μέσα στο δάσος. Οπότε θα πρότεινα  να προχωρήσουμε παράλληλα του δάσους για κανα-δύο χιλιόμετρα και μετά να μπούμε στο δάσος και ψάξουμε σε ημικύκλιο από τον δαίμονα, αν βρούμε τον μάγο… θα δούμε τότε τις επιλογές μας
-Αυτό είναι ένα ευχάριστο νέο, είπε η Τριστάνια με ένα νευρικό γέλιο;
-Συγνώμη για τα λόγια του δασκάλου μου αν θες να μην συμμετέχεις δεν σε αδικώ είναι επικύνδηνο και δεν πληρώνεσαι για αυτό.
- Ει! δεν είπα ότι θα την κοπανήσω τώρα, μια παρατήρηση έκανα.
- Σε ευχαριστώ για αυτό, εγώ και ο δάσκαλος σου είμαστε υπόχρεοι, άσχετα αν δεν θα το παραδεχτεί ποτέ του

Τα σκοτάδια του Δάσους.
Ήταν σίγουρα και με διαφορά η πιο αλλόφρονη νύχτα στη ζωή της. Πρώτα φωτιά, μετά δαίμονας και τώρα νάτην να βοηθά δύο μάγους (στο ένα εκ τον οποίον έχει να παραδώσει ένα μήνυμα) να πολεμήσουν ένα δαίμονα, να βρουν τον μάγο που τον κάλεσε και να τον σταματήσουν πριν κάψει όλο το δάσος. Εκεί, καβάλα στο άλογο, με τη λάμψη της φωτιάς στο πρόσωπο και τον καπνό στα ρουθούνια της αναρωτήθηκε πότε ήταν ακριβός που έκανε λάθος, ήταν σίγουρη ότι η απάντηση βρίσκονταν στη φάση που δύο μάγοι τις προσέφεραν εργασία στη μέση της νύχτας και αυτή δεν γύρισε να φύγει γελώντας υστερικά αφού παρέδιδε το μήνυμά . ναι σίγουρα κάπου εκεί ήταν.
Όταν είχαν πια διανύσει τα δύο χιλιόμετρα γύρισε το άλογό της προς το δάσος. Τώρα άρχιζαν τα δύσκολά. Κράταγε μια ελπίδα ότι ο μάγος δεν θα ήταν στο δάσος μέσα αλλά κάπου στο δάσος. Δεν ήθελε να ξαναμπεί εκεί μέσα. Έβρισε στην διάλεκτο των δρόμων. Ο Γκίλτον θα γέλαγε αν με άκουγε σκέφτηκε. Και θα με έβριζε αν έμπαινα στο δάσος. Με αυτή την σκέψη άρχισε να οδηγεί το άλογό της κάτω από τα φυλλώματα των δένδρων.
Ο Αφενάκιστος πέταγε γύρο στα είκοσι μέτρα ψηλά αποφεύγοντας περιστασιακά κλαδιά ψάχνοντας με το βλέμμα του τον μάγο και έριχνε περιστασιακές ματιές στην Τριστάνια. Πολύ περίεργη γυναίκα.
Η φωτιά ήταν μακριά ακόμα πίεσε το άλογο της να κάνει καλύτερο χρόνο όταν μια εκοφαντική βοή και λάμψη την κατέκλισαν. Το οστικό κύμα που ακολούθησε την επίθεση του δαίμονα έκανε το άλογο να τρομάξει σηκώθηκε στα πίσω πόδια τραβώντας με δύναμη τα χαλινάρια από το χέρι της Τριστάνια και ρίχνοντας την κάτω και έτσι ελεύθερο και μισότρελο πια χάθηκε στις σκιές του δάσους. Συκόθεικέ η Τριστάνια και τίναξε τα ρούχα της. Βλέποντας ότι δεν βοηθάει σε τίποτα βλαστήμησε πάλι και κοίταξε προς την κατεύθυνση του δαίμονα. Μη βλέποντας κάτι γύρισε… και συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να προσανατολιστεί πρώτων και ότι το φανάρι που κράταγε είχε σπάσει. Προς τα πού έπρεπε να πάει; Πως θα έβλεπε για να πάει οπουδήποτε; Προσπάθησε να ηρεμήσει το μυαλό της και προσπάθησε να θυμηθεί καμιά συμβουλή που μπορεί να βοηθούσε. Δεν της ήρθε κάτι. Μια βρισιά από ψηλά της τράβηξε την προσοχή. Μα φυσικά ο μάγος. Γύρισε και τον είδε να κατεβαίνει αργά και να τρίβει τα μάτια του.
-Είσαι εντάξει;
-Καθόλου εντάξει, η λάμψη με τύφλωσε μιας και έκανα την εξυπνάδα να την κοιτάξω. Δώσε μου λίγο χρόνο και θα συνέλθω. Τουλάχιστον ένας από εμάς βλέπ… Η Τριστάνια καθάρισε τον λαιμό της.
-Τι;
- Έσπασε το φανάρι είμαι σχεδόν το ίδιο τυφλή με εσένα.
- Ας ηρεμίσουμε και ας το σκεφτούμε. Κάποια λύση θα υπάρχει.
 Πέρασαν λίγα λεπτά μέχρι που μίλησε η Τριστάνια.
-         Μπορεί να μην ξέρουμε που είμαστε αλλά ξέρουμε που είναι ο δαίμονας. Όταν μπήκαμε στο δάσος ο δαίμονας ήταν νοτιοδυτικά από μας, έχοντας σχεδόν σταθερή πορεία βορειοδυτική, θα έπρεπε να είμαστε σχεδόν βόρια του δαίμονα οπότε με την πλάτη στον δαίμονα στα δεξιά έχουμε την έξοδο ή κάπου προ τα εκεί τέλος πάντων και στα αριστερά και λίγο προς τα απάνω ήταν το κομμάτι που έχουμε να ερευνήσουμε, τι κάνουμε λοιπόν;
-         Δύσκολη απόφαση ε; πάμε προς τα δεξιά και αν συναντήσουμε τον μάγο είμαστε κάτι λιγότερο από λάσπη στις μπότες του άμα δεν βλέπουμε.
Έτσι άρχισαν την βασανιστικά αργή πορεία της επιστροφής.
Όπως αποδείχτηκε ήταν τυχεροί που δεν είχαν το φανάρι αλλιώς οι καβαλάρηδες μπορεί να τους πρόσεχαν πολύ πριν τους άκουγε. Καλπάζανε μέσα στο δάσος (πράγμα περίεργο από μόνο του) και ίσα που πρόλαβε ο Αφενάκιστος να πετάξει ψηλά με την Τριστάνια πριν περάσουν με φούρια από κάτω της. Τα μάτια των καβαλάρηδων και των αλόγων της τράβηξαν την προσοχή. Λάμπανε με ένα εσωτερικό γκρίζο φως. Αναγνώρισε αμέσως το ξόρκι. Είχε γίνει και στην ίδια αρκετές φορές ή μάλλον για την ακρίβεια του λόγου αναγνώρισε το αποτέλεσμα του ξορκιού. Την νυχτερινή όραση. τόσο οι καβαλάρηδες όσο και τα άλογα μπορούσαν να δουν για όσο διαρκούσε το ξόρκι σαν να ήταν μέρα. Βολικότατο ξόρκι για νυχτερινές εργασίες παντός τύπου. Η ίδια το είχε δεχτεί πριν από λίγο καιρό για μια αποστολή, είχε δουλέψει εξαιρετικά.
Τότε ήταν που έγινε η δεύτερη έκρηξη. Ίδιο σενάριο. Πρώτα η λάμψη μετά το ωστικό κύμα και η βροντή. Προς τιμήν τους οι καβαλάρηδες κατάφεραν να ελέγξουν στην αρχή και να ηρεμίσουν στη συνέχεια τα άλογα. Σταμάτησαν μέχρι να ηρεμίσουν τα άτια τους και η Τριστάνια τους είδε στο φως της έκρηξης. Δύο άνδρες που φορούσαν  βαριές πανοπλίες και οπλισμένους σαν αστακούς, σπαθιά, μαχαίρια, απελατίκια καθώς και δόρατα στα άλογα δεμένα. Α! ήταν και δρακοαίματοι.
Ένιωσε ένα τρέμουλο στην ραχοκοκαλιά της. Δρακοαίματοι οι καλύτεροι πολεμιστές του κόσμου. Είναι αδίστακτοι, αποτελεσματικοί και κατά γενική ομολογία άτομα με καλή αίσθηση του χιούμορ. Όχι ότι σε βοήθαγε ιδιαίτερα αλλά ήταν άλλη η αίσθηση όταν αυτός που σε ξεκοίλιαζε γέλαγε ταυτόχρονα με το αστείο που του είπες δύο λεπτά πριν. Η Τριστάνια για να λέμε την αλήθεια δεν καίγονταν να δοκιμάσει καμιά από τις δύο εκδοχές του ξεκοιλιάσματος (με γέλιο η χωρίς) και μιας και δεν τους είχαν δει αποφάσισε να κάτσουν ήσυχα ήσυχα μέχρι να φύγουν. Πράγμα που κάνανε δύο λεπτά μετά. Κατέβηκαν και άρχισαν να περπατάνε προς την έξοδο όταν ακούσανε το διάλογο του δαίμονα και του μάγου. Ένιωσε το χέρι του Αφενάκιστού να σφίγγετε και σταματήσανε.  
-Πρέπει να συνεχίσω το ψάξιμο, ο δάσκαλος μου κινδυνεύει και μόνος μου δεν μπορώ να τον βοηθήσω, σε παρακαλώ γίνε απλά ο οδηγός μου για να βρω τον μάγο και θα σε ανταμείψω έτσι και βγω ζωντανός, αλλιώς όταν βρούμε τον μάγο θα σου πω την τοποθεσία του κάστρου και τις κωδικές λέξεις για να μπεις ασφαλής. Μιας και εγώ και ο δάσκαλος μου θα ήμαστε πιθανότατα νεκροί πάρε ότι θεωρείς αξίας σαν ανταμοιβή.
 Ήταν σε ένα δάσος το όπιο πυρπολούνταν από ένα δαίμονα, χωρίς άλογο να μετακινούνται, φανάρι για να φωτίζει και χωρίς τρόπο να προσανατολιστεί. Το να ψάξει μέσα σε αυτό το χάος έναν μάγο αρκετά ισχυρό ώστε να καλεί δαίμονα δεν φαίνονταν και η πιο έξυπνη κίνηση αυτή τη στιγμή. Για να λέμε την αλήθεια δεν ήταν έξυπνη κίνηση ούτε πριν κανά εικοσάλεπτο που είχε δεχτεί αλλά τότε είχε κάποιες απούσες τώρα προοπτικές.
Με έναν αναστεναγμό η Τριστάνια γύρισε προς την κατεύθυνση που είχαν να ερευνήσουν.

Η μάχη(μέρος δεύτερο).
Ο μάγος έχανε και το ήξερε. Εδώ και ώρα ήταν μπλεγμένος σε μάχη με τον δαίμονα και ενώ ό ίδιο βαριανάσαινε ο δαίμονας φαίνονταν να αναζωογονεί. Το μόνο που τον κρατούσε ήταν το κόλπο για την αστραπιαία αλλαγή μεγέθους. Μίκραινε για αν αποφύγει χτυπήματα και μεγάλωνε για να αντεπιτεθεί, παλιά τακτική που είχε σκοπό να φθείρει τον αντίπαλο (πνευματικά και σωματικά) καθώς και να δημιουργήσει ανοίγματα στην άμυνά του. Πράγμα που δεν συνέβαινε. Ο δαίμον (βρισκόμενος ως αποδυκνείεται αρκετό καιρό στην πιάτσα) αντιμετώπιζε την τακτική του με το ίδιο ακριβός σύστημα. Δημιουργόντας μια μάχη που θα έφερνε πονοκέφαλο σε πολλούς βετεράνους στρατιώτες απλά αν την παρακολουθούσαν.
Στεκόντουσαν για άλλη μια φόρα ο ένας αντιμέτωπος με τον άλλο. Και οι δύο σε γιγαντιαίο μέγεθος δέσποζαν πάνω από τα καμένα δένδρα. Τα μάτια του έλαμπαν ακόμα από το ξόρκι νυχτερινής όρασης αλλά όχι για πολύ ώρα ακόμα. Σε λίγο ο δαίμον θα είχε άλλο ένα πλεονέκτημα. Ξαφνικά ο αντίπαλος όρμισε προς το μέρος του και στα μισά τις κίνησης μίκρυνε, ο  Μεντούρις τον άφησε να πλησιάσει και τελευταία στιγμή μίκρυνε και αυτός αφήνοντας τον δαίμονα να περάσει από πάνω του. Καθώς σήκωσε το κεφάλι του για να τον δει να περνά τα μάτια τους συναντήθηκαν και το χαμόγελο του δαίμονα του έδειξε το λάθος του. Ο μόνος περιορισμός στο ξόρκι μεγέθυνσης είναι ότι όταν αλλάζει το μέγεθος σου η νέα σου θέσει πρέπει να είναι στην ίδια ευθεία με την γη όπως και η προηγούμενη. Σε όποιο οριζόντιο επίπεδο θες μπορείς να μικρύνεις ή να μεγαλώσεις αλλά πάντοτε στην ίδια ευθεία. Ο δαίμονας είχε ορμίσει στο κέντρο του σώματος του όταν αυτός μίκρυνε πέρασε στην ίδια ευθεία από πάνω του και βρέθηκε πίσω του όπου και ξανά μεγάλωσε το μέγεθός του και με κατέβασε την γιγάντια πια ουρά του (που ήταν ακριβός πάνω από το μάγο)  με δύναμη στο έδαφος. Ίσα που πρόλαβε να μπλοκάρει το χτύπημα ο μάγος αυξάνοντας το μέγεθος του την τελευταία στιγμή. Αν δεν ήταν ή τυχαία αυτή προειδοποίηση θα ήταν νεκρός.
Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά καθόλου καλά.
-         Καλή κίνηση, είπε ο δαίμονας, αλλά ήταν περισσότερο τύχη παρά ικανότητα. Σκατά, σκέφτηκε ο μάγος.
-         Γιατί παρατείνεις το βασανιστήριο σου θνητέ; Το ξέρεις ότι δεν μπορείς να με νικήσεις, αααα! Αυτό είναι θες να κερδίσεις χρόνο! Περιμένεις βοήθεια! ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ Ηλίθιε! Πιστεύεις ότι υπάρχουν πολλοί με αυτοκτονικές τάσεις σαν τις δικές σου; ΚΟΙΤΑΜΕ ΘΝΗΤΕ ΚΑΙ ΑΠΕΛΠΙΣΟΥ! ΕΙΜΑΙ Ο ΡΟΥΝΤΡΑΝ Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ! ΑΡΧΑΊΟΣ ΟΣΟ ΤΑ ΜΕΓΆΛΑ ΒΟΥΝΆ ΚΑΙ ΜΌΝΟ ΟΙ ΑΡΧΗΔΟΥΚΕΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ ΜΕ ΞΕΠΕΡΝΟΥΝ ΣΕ ΔΥΝΑΜΗ! ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΤΡΕΛΟΙ ΕΚΕΙ ΕΞΩ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟΛΜΗΣΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΚΑΛΈΣΟΥΝ! ΑΧΑΧΑΧΑΧΑ. Γελώντας σήκωσε το σπαθί του για να μπλοκάρει την επίθεση του μάγου που τόση ώρα έπαιρνε ανάσες για να συνέλθει.
-         Ξέρεις πιο είναι το πρόβλημα σου; Είπε ο μάγος. Τα σπαθιά τους συναντήθηκαν με δυνατό κλαγμό και μπλέχτηκαν σε μια κόντρα δύναμης που ο δαίμονας κέρδιζε. Ο μάγος με μια γρήγορη κίνηση άλλαξε την λαβή του σπαθιού από δύο χέρια σε ένα (το αριστερό) και έκανε μια γρήγορη χειρονομία με το άλλο το οποίο έλαμψε με γαλάζιο φως και κεραυνοί άρχισαν να χορεύουν γύρο του, ξανάγγιξε το σπαθί του και ο ηλεκτρισμός πέρασε μέσα από τα σπαθιά στον δαίμονα ό οποίος βλαστήμησε. Όλα αυτά γίναν μέσα σε διάστημα δευτερολέπτων.
-         Μιλάς πολύ και κάνεις λίγα.
-         ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΘΝΗΤΕ ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΣΤΈΚΕΣΑΙ ΑΙΜΟΦΥΡΤΟΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ ΟΤΙ ΘΑ ΕΡΘΩ ΚΑΙ ΘΑ ΣΟΥ ΞΕΡΙΖΩΣΩ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΩ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ. Λέγοντας αυτά πείρε μια βαθιά ανάσα και έφτυσε φωτιά πάνω στον μάγο.
Οι φλόγες τον περιτύλιξαν αλλά δεν τον έβλαπταν. «Να πάρει» σκέφτηκε  «άλλο ένα ξόρκι που τελειώνει». Μίκρυνε το εαυτό του. Και με την κάλυψη της φωτιάς κρύφτηκε στο δάσος.
            Με βαριές ανάσες προσπάθησε να μαζέψει το μυαλό του. Που ήταν οι γαμημένες ενισχύσεις; Που ήταν οι εξοργισμένοι με την φωτιά δρυίδες; Που ήταν οι μάγοι με τα αστροπελέκια στα χέρια; Που μα την Υρέιν την πουτάνα ήταν; Σταμάτα είπε; Σταμάτα; Και συγκεντρώσου. Τι μπορείς να κάνεις;
-         Κούκου σε βρήκα! Την φράση αυτή την ακολούθησε ένα σπαθί το οποίο διαπέρασε τον κορμό του δένδρου και θα διαπέρναγε και τον μάγο αν δεν πετάγονταν μπροστά. Ο δαίμονας τον είχε βρει; Δεν ήταν έτοιμος να πολεμήσει έπρεπε να τρέξει.
-         Ναι τρέχα μάγε, τρέχα, αυτό το παιχνίδι μου αρέσει καλύτερα! ΑΧΑΧΑΧΑΧΑ
Ακολούθησε ένα ξέφρενο κυνηγητό μέσα στο δάσος. Με τον μάγο περιστασιακά να πετά διάφορα μικρά ξόρκια στον δαίμονα με σκοπό να τον καθυστερήσει. Δεν δούλευαν ιδιαίτερα καλά αλλά από το τίποτα. Ήταν μετά από ένα τέτοιο ξόρκι που είχε δουλέψει καλύτερα απ’ ότι ήλπιζε όταν ένα φως στα αριστερά του του τράβηξε την προσοχή. Ήταν τέσσερεις μορφές εκεί και την μια την ήξερε, βασικά ήξερε και την δεύτερη. Ήταν ό Αφενάκιστος και η κοπέλα. Ήταν δεμένοι στον κορμό ενός δένδρου  και φαίνονταν σαν να προσπάθησαν να φυλλίσουν τσατισμένο ταύρο…. Με τα πόδια δεμένα… και τα χέρια κολλημένα στο δένδρο… και κλειστά μάτια…. Και δεν ήταν ακριβός ταύρος αλλά μινώταυρος… ένας πολύ πολύ μα πάρα πολύ τσατισμένος μινώταυρος.

Μαθήματα Ιστορίας.
Είχαν προχωρήσει  για αρκετή ώρα όταν πια ο Αφενάκιστος άρχισε να διακρίνει μορφές. Σιγά σιγά η όραση του επανήλθε και μπορούσε να βαδίζει πια μόνος το. Με τα μάτια τις να έχουν πια προσαρμοστεί στο σκοτάδι η Τριστάνια ένιωθε λίγο περισσότερη σιγουριά. Λίγο περισσότερη.
Οι ήχοι τις μάχης καλά κρατούσαν ακόμα και ο χορός του αρχιμάγου με τον δαίμονα δεν φαίνονταν να τελειώνει σύντομα. Σταματήσανε να πάρουνε ανάσες.
-         Πώς είσαι;
-         Καλύτερα. Το κεφάλι μου έχει σταματήσει να πονάει τόσο και αρχίζω να ξανά βλέπω, τη ήταν όμως αυτό το φως ακόμα δεν ξέρω. Ήμασταν τυχεροί που δεν το είδες και εσύ.
-         ΣΣΣ; Το ακούς;
-         Πιο;
-         Για τον φίλο μου τον μινώταυρος λέει, είπε μια φωνή πίσω τους.
Γυρίσανε ταυτόχρονα σχεδόν και οι δύο για να δούνε πίσω τους έναν μάγο να αιώρείται στα πέντε μέτρα από το έδαφος. Τα χέρια διπλωμένα στο στήθος και άνετο χαμόγελο στο πρόσωπο, λίγο τα ρούχα να άλλαζες και θα ήταν ένας από τους εκατοντάδες τυπάδες που περνούν το χρόνο τους στις ταβέρνες και άλλα κέντρα συνεστίασης με σκοπό….  Κάπου εκεί μια ροπαλιά στο κεφάλι διέκοψε τις σκέψεις τις (όπως και θα έκανε στον περισσότερο κόσμο) και το σκοτάδι την κατάπιε πριν συναντήσει το έδαφος
      Την ξύπνησε ο πόνος στο δεξί της χέρι. Μία αίσθηση λες και του χύνανε λιωμένο σίδηρο η αίσθηση υγρασίας που ένιωσε δευτερόλεπτα μετά υποστήριζε την θεωρία. Το χοντρό χέρι του μινώταυρου έπιανε τώρα το αριστερό της χέρι. Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε τον τριχωτό κορμό του, με μια γρήγορη ματιά στα αριστερά είδε την τύχη του αριστερού της χεριού και της φανερώθηκε και η τύχη του δεξιού. Ο μινώταυρος κράταγε ένα σφυρί στο δεξί του χέρι και καρφιά στο στόμα. Ένιωσε το δεξί της χέρι να πάλετε και ένα κύμα πόνου της χτύπησε το κεφάλι καθώς ενστικτοδός προσπάθησε να φέρει το δεξί της χέρι για να προστατέψει το αριστερό, προσπάθησε να πάρει ανάσες να ηρεμήσει λες και είχε χρόνο. Οξύς πόνος στο αριστερό της χέρι, ούρλιαζε και ο κόσμος γύριζε,  ξανά το σκοτάδι την κατέλαβε.
       Ο Αφενάκιστος είχε πανικοβληθεί. Καθόλου περίεργο. Ήταν δεμένος στον κορμό ενός δένδρου , τα χέρια του ήταν ελεύθερα και τον λόγω τον μάντεψε μόλις είδε το σφυρί και τα καρφιά. Προσπάθησε μάταια να φέρει στο μυαλό του το παραμικρό ξόρκι, την τελευταία γητειά, να ανάψει την πιο μικρή σπίθα μαγείας. Τίποτα σαν να ήταν τίποτα όλα αυτά τα χρόνια. Όλες οι ώρες που πέρασε άυπνος πάνω από τόμους μελετώντας. Όλες οι ώρες που είχε μείνει έξω γυμνάζοντας το σώμα του για να μπορεί να είναι κατάλληλο σκεύος για το μυαλό του. Όλοι οι πόνοι που υπέφερε όλα αυτά τα χρόνια όλα για το τίποτα, όλα κομμάτια και σε λίγα λεπτά ο τέρας θα του κάρφωνε τα χέρια στο δένδρο καταστρέφοντας τα για πάντα. Ο δάσκαλός του θα πέθαινε με τις ελπίδες που είχε για τον μαθητή του προδομένες. Και ο ίδιος ΣΤΑΜΑΑΑΤΑΑΑΑΑΑΑ! Ούρλιαζε, αλλά η κραυγή του καλύφθηκε από την κραυγή της κοπέλας. Η κοπέλα άλλο ένα άτομο το οποίο…. Κοπάνησε το κεφάλι του στο δένδρο (όχι δυνατά) και συγκεντρώθηκε στον πόνο. Το τέρας θα έρχονταν τώρα σε αυτόν. Έπρεπε να κάνει κάτι τώρα.
- Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να λάβεις καλά στο μυαλό σου τα επόμενα λόγια μου. Η φωνή του δασκάλου του ήταν σταθερή και ακούγονταν βροντερή στα παιδικά του αυτιά. Δεν θα στα ξαναπώ ποτέ και χωρίς αυτά ποτέ δεν θα γίνεις τίποτα καλύτερο από μια μετριότητα. Έχω την προσοχή σου; Πολύ καλά. Να θυμάσαι αυτό. Η μαγεία σου είναι το ίδιο δυνατή με την θέλησή σου, το ίδιο σταθερή με τις πεποιθήσεις σου και το ίδιο αγνή όσο οι προθέσεις σου. Εσύ είσαι η μαγιά σου και αυτή θα είναι το ίδιο δυνατή με σένα. Ο Αλουκ έφτιαξε την μαγεία πριν τον κόσμο και τον κόσμο τον έφτιαξε με μαγεία και έβαλε σε αυτόν την ζωή και έδωσε σε αυτήν το λαμπρότερο του εργαλείο και το εργαλείο έλαμψε όταν το χρησιμοποίησαν πιο λαμπρό από ότι και στα χέρια του ιδίου του Αλούκ γιατί αυτός ήταν ο σκοπός του…
- αλλά ο κόσμος δεν στάθηκε αντάξιος του δώρου του οπότε ο Αλούκ το έκρυψε από τα μάτια τους ώστε μόνο οι άξιοι να το βρουν. Ωραία ιστορία δεν βρίσκεις;
Άνοιξε τα μάτια του και μπροστά του ήταν ο πραγματικός τους δεσμώτης. Ένας μάγος κοντά στα τριάντα, το σώμα του ντυμένο με μάλλινους χιτώνες, μια χοντρή ζώνη κράταγε στη μέση του τα απαραίτητα σακουλάκια με τα πιο κοινά υλικά για ξόρκια και ένα χαμόγελο κάθονταν στο πρόσωπο του… αυτό το χαμόγελό… μα βέβαια ο μάγος από πριν, που τους τράβηξε την προσοχή ώστε…
-         Ναι, όντως πολύ ωραία ιστορία. Μου την είχε πει ο δάσκαλος μου όταν πρωτομπήκα στην υπηρεσία του.
-         Μπα! Είπε με εμφανή έκφραση έκπληξης  στο πρόσωπό του. Πρέπει να είναι πολύ καλός στην δουλειά του, συμμερίζομαι ξέρεις την άποψη του. Λέγοντας αυτά γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε και συνέχισε. Πάντα πίστευα ότι η ιστορία αυτή θα έπρεπε να διδάσκετε στους μαθητές, όχι μόνο στους αρχάριους (γύρισε προς τον Αφενάκιστο και συνέχισε) αλλά σε όλα τα επίπεδα, πρέπει όλοι να καταλάβουν το βάρος που έχει πέσεις στους ώμους μας. Άρχισε να βηματίζει δεξιά και αριστερά σαν ποιητή που έχει παρασυρθεί από τον ειρμό του. Εμείς πρέπει να σμιλέψουμε τον κόσμο καθόπως κρίνουμε σωστό και να τον διοικήσουμε σαν διαλεχτοί που είμαστε του Αλούκ του πρωτοπλάστη θεού. Αυτό κάνω αυτή τη στιγμή ξέρεις. Διαμορφώνω τον κόσμο με την δύναμη που μου δόθηκε σύμφωνα με το θέλημα μου, ε! και με λίγη βοήθεια είπε δείχνοντας ένα τραπέζι πίσω του.
Στην αρχή δεν κατάλαβε τη έβλεπε αλλά μετά η εικόνα άρχισε να βγάζει νόημα. Έντερα. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν ήταν ανθρώπινα αλλά απέτυχε οικτρά. Ένας σφίξιμο ήρθε και κάθισε στο στομάχι του.
-         Μπορεί η βοήθεια να μην ήταν ακριβός εθελούσια αλλά δεν τους ακούω να παραπονιούνται. Τώρα τη θα κάνω με σένα; Νιώθω άσχημα να σκοτώσω έναν συνάδελφο μάγο και να χρησιμοποιήσω τα έντερα του για να κρατήσω το ξόρκι, γι' αυτό θα βάλω τον φίλο μου από δω απλά να σε αποκεφαλίσει. Τίποτα τελευταία λόγια;
-         Ναι, ο δάσκαλος μου είναι πίσω σου.
Ο μάγος γύρισε με φόρα και το πρόσωπό του συναντήθηκε με την γροθιά του αρχιμάγου, οποίος πρέπει να τονίσω έχει ένα διαβολεμένα δυνατό δεξί ντιρέκτ (βεβαιωμένο και ελεγμένο σε μπαρόβιους καυγάδες ανά την υφήλιο οι περισσότεροι εκ των οποίων έγιναν στα νιάτα του μάγου. Το ποσοστό των καυγάδων δεν ελαττώθηκε λόγω γήρατος αλλά λόγω ότι οι περισσότεροι μάθανε να μην τον προκαλούνε).
Με τον μάγο εκτός ο αρχιμάγος έστρεψε την προσοχή του στον … σκατά. Ίσα που πρόλαβε και απόφυγε την τσεκουριά του μινώταυρου, οπισθοχώρησε και προσπάθησε να ξανά βρει την ισορροπία του, αλλά ο μινώταυρος δεν του άφησε χρόνο και με λύσσα άρχισε να τον κυνηγά εξαπολύοντας ένα σύννεφο από χτυπήματα και προσποιήσεις. ο αρχιμάογος αγχώθηκε, όχι τόσο ότι το υποανάπτυκτο θηλαστικό θα τον σκότωνε αλλά ότι θα τον καθυστερούσε αρκετά μέχρι να ρθει ο δαίμονας και τότε το παιχνίδι ήταν χαμένο.

Επίλογος.
Η βροχή συνέχιζε δυνατά για δεύτερη συνεχή μέρα. Οι Δρυίδες δεν θα την άφηναν να σταματήσει ωσότου ήταν απόλυτος βέβαιοι ότι και η παραμικρή σπίθα από την κολασμένη φωτιά του δαίμονα είχε σβήσει. Ο Αφενάκιστος κρατώντας μια κούπα καφέ στο χέρι απομακρύνθηκε από το παράθυρο και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. Η στοίβα με τα βιβλία ήταν όπως την είχε αφήσει. Πήρε το βιβλίο που μελετούσε και τράβηξε μια πολυθρόνα πιο κοντά στο παράθυρο και την γύρισε να κοιτά προς αυτό. Έκατσε και αφού έριξε μια τελευταία ματιά προς το γκρίζο τοπίο που απλώνονταν μπροστά του γύρισε στο βιβλίο του. Ο τίτλος «Δευτερογενείς παράγοντες στο κάλεσμα πλασμάτων» ήταν σχεδόν το ίδιο μονότονος με το περιεχόμενο του,  το οποίο περιεχόμενο αν κρίνουμε από τα λάθοι πρέπει να γράφτηκε από κάποιο μάγο που δεν είχε καλέσει στην ζωή του ούτε ίμπ. Παρόλα αυτά είχε μια δυο καλές ιδέες και έκανε νύξεις σε κάποια ενδιαφέροντα θέματα. Πέρασε αρκετή ώρα προτού ακουμπήσει κάτω το βιβλίο. Έτριψε τα μάτια του και συστήθηκε με τον καινούργιο του πονοκέφαλο. Προσπάθησε στη συνέχεια να κατανοήσει το τη είχε μόλις διαβάσει. Ένας μάγος μπορεί να καλέσει έναν δαίμονα και ανάλογα με την δύναμη του ο μάγος μπορεί να ελέγχει τον δαίμονα σε κάποια ακτίνα γύρο από το ίδιο. Η ώρα που μπορεί να μείνει ο δαίμονας στη διάσταση εξαρτάται από την διαφορά της δύναμης του με την δύναμη του μάγου. Όσο δυνατότερος ο δαίμονας τόσο λιγότερη είναι η ώρα. Στο βιβλίο όμως γίνεται νίξι για τρόπους που σου επιτρέπουν να κρατάς τα καλεσμένα πλάσματα πάνω από τα κανονικά επιτρεπτά όρια. Σίγουρα ο συγγραφέας δεν είχε χρησιμοποιήσει κάποιος τέτοιους τρόπους, μόλον τα είχε ακούσει από κάποιο φίλου που είχε έναν φίλο που η τρίτη του ξαδέρφι… και μπαίνεις στο νόημα. Αλλά και πάλι δεν ήλπιζε τίποτα καλύτερο ο ίδιος. Η νεκρομαντεία και η χρήση ανθρώπων (θυσίες) για ξόρκια ήταν απαγορευμένα πράγματα για πολλές χιλιετίες τώρα, και αν υπήρχαν κείμενα που αναφερόντουσαν σε αυτά είχαν καταστραφεί. Οι κυρώσεις ήταν φριχτές και μόνο οι τρελοί και οι απελπισμένοι δοκίμαζαν να πειραματιστούν σε αυτά τα σκοτεινά μονοπάτια.
Παρόλα αυτά είχε δει με τα μάτια του έναν νυχτερίτη, έναν μάγο που ασχολούνταν με την σκοτεινή αυτή πλευρά της μαγείας και ο μόνος λόγος που ζούσε και το σκεφτόντανε ήταν οι Δρυίδες. Η άφιξή τους τράβηξε την προσοχή του δαίμονα από το κυνηγητό του δασκάλου του και του έδωσε χρόνο να νικήσει τον μινώταυρο (όχι χωρίς κάποια ουλή). Μέσα στην αναμπουμπούλα μέχρι να κοιτάξει κάποιος για τον μάγο αυτός είχε κάνει φτερά.
Η συνέχεια ήταν αναμενόμενοι. Οι Δρυίδες φρόντισαν με τα βότανα και τα ξόρκια τους την κοπέλα, η οποία ακόμα δεν είχε σηκωθεί, καθώς και τον δάσκαλό του ο οποίος λιποθύμησε από την εξάντληση και το αίμα που είχε χάσει, αφού όμως  πρώτα κατάφερε και έλυσε το ξόρκι που κρατούσε τον δαίμονα στην γη (ο Άφενάκιστος ήταν λίγο μπερδεμένος στο συγκεκριμένο θέμα, δεν ήταν βέβαιος αν ήταν το γεγονός ότι ο δάσκαλος του ξέρασε πάνω στο τραπέζι-βομό με τα έντερα ή ήταν το γεγονός ότι το έλουζε με ένα σωρό ενδιαφέρουσες κατάρες καθώς το έκαιγε, πάντως ένιωθε ότι έλειπε μια πώς να το πω…. «μια ιδέα επαγγελματισμού» από το όλο σκηνικό»).
Θα καθόντανε για αρκετή ώρα ακόμα χαμένος ανάμεσα στις σκέψεις του και τους ήχους της βροχής αν το στομάχι του δεν άρχιζε να διαμαρτύρεται. Σηκόθηκε λοιπόν ακούμπησε το ξεχασμένο στην αγκαλιά του βιβλίο στο γραφείο και κατευθύνθηκε προς το μαγειρείο. Με τον υπεραναπτυγμένο εγκέφαλό του να επεξεργάζεται ένα σχέδιο που περιλάμβανε μια καλή (και ζεστή) μερίδα κρέατος βρασμένου σε σέλινο και διάφορα χορταρικά του βάλτου, κάποιο από τα γλυκά που φύλαγε ο μάγος για ειδικές περιπτώσεις και υπήρχαν κάτι αόριστες ακόμα σημειώσεις για ένα ζεστό μπάνιο και ένα ποτήρι καλό κρασί. Καθώς λιπών κατευθύνονταν στον στόχο του και ήτο σκεφτικός για τις λεπτομέρειες του σχεδίου δεν πρόσεξε το άτομο με το οποίο κουτούλησε μέχρι που ήταν πολύ αργά. Τρίβοντας το κεφάλι του (και κάνοντας από μέσα ένα απρεπές σχόλιο για γένια νάνων) σήκωσε το βλέμμα του για να συναντήσει το βλέμμα τις καινούργιας του καλεσμένης (καλεσμένης του δασκάλου του, διώρθοσε τον εαυτό του), ή οποία αν δεν τον απάταγε η μνήμη του θα έπρεπε ακόμα να είναι στο κρεβάτι για ιαματικούς λόγους, ήταν ντυμένη με βαριές μάλλινες ρόμπες (από αυτές που περισσεύουν με τον τόνο σε έναν πύργο μάγου) και έπρεπε να παραδεχτεί ότι της πήγαιναν πολύ (αν μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο για γκρίζες μουντές ρόμπες, αλλά πάλι ας μην ξεχνάμε ότι είναι ένας νεαρός σε έναν βάλτο με τον δάσκαλό του, με το πιο κοντινό χωριό μια βδομάδα δρόμο, αρκετά είπα).
-         Πως και όρθια; Οι θεραπευτές είπαν ότι θα περάσουν μέρες να συνέλθεις;
-         Πφ! Αρκετά με αυτό το κρεβάτι και όσο για τους θεραπευτές μου μπορούν να χώσουν τα κεφάλια τους στους λάκκους του Όαρ, ποσώς με ενδιαφέρει.
-         Μήπως θα μπορούσα να κάνω κάτι για να σε εξυπηρετήσω;
-         Ναι! να μου δείξεις που είναι η διαβολεμένη κουζίνα εδώ και μισή ώρα ψάχνω αλλά πάντα καταφέρνω και χάνομαι.
-         Α! μα ναι φυσικά. Ο λαβύρινθος του ορόφου μας, ακολούθησε με, για να πω την αλήθεια και εγώ προς τα εκεί πηγαίνω.
Ξεκίνησε λοιπόν να κατευθύνεται στον διάδρομο και έστριψε δεξιά με την Τριστάνια να τον ακολουθεί από κοντά.
-         Είναι βλέπεις ένα από τα τέστ του δασκάλου μου για να κρατάμε το μυαλό μας σε εγρήγορση. Έχει μαγέψει του δρόμους ώστε να μπλέκονται και μόνο αν θυμάσαι την σωστή διαδρομή θα φτάσεις εκεί που θες αλλιώς θα είσαι εδώ όλη μέρα. Τώρα πια μπορώ να τον βγάλω με κλειστά μάτια αλλά τις πρώτες μέρες… είχε περάσει ένα τριήμερο μέχρι να βρω την κουζίνα και ήμουν ως τότε νηστικός (κατάλληλο ερέθισμα και μαλλακίες). Απερισκεψία μου που δεν σου άφησα οδηγίες στο δωμάτιο αλλά πίστευα, όπως σου είπα, ότι δεν θα σηκωθείς, μιας και είχα κανονίσει με τον Πουργό να σου φέρνει φαγητό και ότι χρειάζεσαι στο δωμάτιο.
-         Δεν ήταν τόσο ότι χρειάζομαι κάτι όσο ότι δεν αντέχω άλλο το δωμάτιο, μα τον Βοναλέθιον δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που… η φωνή της κόπηκε, θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε περάσει τόση ώρα σε κλειστό χώρο. Οι μέρες μετά τον θάνατο του Λέριθον.
            Ο Αφενάκιστος πρόσεξε την παύση και είδε ότι πίσω από αυτή κάτι κρύβεται. Αλλά δεν ήταν δουλεία του να το ψάξει. Είχαν φτάσει στη κεντρική σκάλα που ένωνε τους ορόφους. Σιωπηλοί κατέβηκαν στην κουζίνα όπου έψαξαν να βρουν τη θα φαγωθεί. Με ελαφρά σχόλια και χαλαρά αστεία το κλίμα είχε ελαφρύνει ώσπου να κάτσουν στο τραπέζι. Μπροστά τους είχαν ένα καρβέλι ψωμί και λουκάνικα, τυρί και σαλάτα καθώς και ένα ρόφημα από βότανα παραγωγής του μάγου. Ήταν μια ωραία σκηνή μία που θα θυμόνταν ο Αφενάκιστος στο μέλλον με μελαγχολία σαν την τελευταία όαση ησυχίας.
            Την επόμενη μέρα η Τριστάνια ολοκλήρωσε την αποστολή της και παρέδωσε το μήνυμα στον αρχιμάγο και μια θύελλα προετοιμασιών ξέσπασε. Θα γύριζε στην Σιδηρά Πόλη και θα έπαιρνε μαζί του τον μαθητή του και την αγγελιοφόρο αλλά πρώτα έπρεπε να γίνουν πολλές προετοιμασίες για το ασφαλής σφράγισμα του πύργου. Όταν τελικά έφτασε η ώρα να ξεκινήσουν ένας από τους Δρυίδες ζήτησε να τους συνοδέψει. Ένα ξωτικό με το όνομα Λαφλέριπον και ο μάγος δέχτηκε με χαρά. Έτσι ξεκίνησε αυτή η παράξενη ομάδα για ένα απλό ταξίδι στην πόλη. Πως κατέληξαν στους υπονόμους τις Τορικθαν και στην καρδιά του ηφαιστείου Πομ αυτό είναι μια άλλη ιστορία για μια άλλη μέρα. Που ίσος ο ουρανός να είναι πιο καθαρός, ίσος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου