Η ιστορία μου είναι θλιβερή όχι τόσο για την κατάληξη της όσο για την αρχή της.
Χρόνια πριν, πριν ακόμα ο Σαλτάπ το μεγάλο φίδι σκοτωθεί από τις 2 χήρες, πριν ακόμα ο Βασιλιάς Γέρακας ο τρίτος δολοφονηθεί για την συμπεριφορά του και αναγεννηθεί στο πουλί που έχει το όνομα του, τότε σε ένα μακρινό βασίλειο της δύσης ήμουνα γιατρός.
Ήμουνα ο καλύτερος γιατρός που υπήρχε αν και νέος στην ηλικία, χειρούργος ξακουστός, ίσος και εσύ να είχες ακούσει το όνομά μου Ιπποκράτειος ο Δεύτερος, ναι είχα το ίδιο όνομα με τον μεγαλύτερο γιατρό του κόσμου και ήμουνα δεύτερος μόνος σε αυτόν σε ικανότητα. Από μακριά ερχόντουσαν Βασιλιάδες και Σουλτάνοι για να τους γιατρέψω φέρνοντας μαζί τους δώρα, χρυσάφι, χαλιά, κοσμήματα, εδέσματα, υπηρέτες, τα είχα όλα και αυτό με είχε κάνει σκληρό και αλαζόνα. Δεχόμουνα για ασθενείς μου μόνο τους πολύ πλούσιους και τους υπόλοιπους τους έδειχνα ακόμα και αν έβλεπα ότι είχαν μεγάλη ανάγκη. Όταν αποφάσισα να παντρευτώ διάλεξα για γυναίκα μου την κόρη του βασιλιά μου. Αλλά ούτε αυτή με ήθελε ούτε ο βασιλιάς δε με ήθελε. Οπότε τους τιμώρησα. Εξάπλωσα μυστικά μια πανούκλα στον λαό και πέθαιναν εκατοντάδες κάθε μέρα. Ο Βασιλιάς μην έχοντας άλλη επιλογή στράφηκε σε μένα και εγώ μεγαλόψυχα δέχθηκα να σώσω το βασίλειο για αντάλλαγμα φυσικά το χέρι της κόρης του και τον θρόνο του όταν αυτός θα πέθαινε. Μην έχοντας άλλη επιλογή ο Βασιλιάς δέχτηκε, η ίδια του η κόρη εξάλλου ήταν άρρωστη, τη να έκανε να την άφηνε να πεθάνει; Σταμάτησα λοιπόν την επιδημία και γίνανε οι γάμοι μου με την πριγκηπέσα. Μόνο χαρούμενη δεν ήταν εκείνη η μέρα για το βασίλειο αλλά εγώ μες στην σκληρότητα μου δεν το πρόσεξα.
Δύο χρόνια μετά ο βασιλιάς πέθανε και έγινα εγώ βασιλιάς στην θέση του. Ακόμα ερχόντουσαν Βασιλιάδες και Σουλτάνοί από μακριά γιατί ήμουνα ακόμα ο καλύτερος αλλά μιας και τώρα ήμουνα βασιλιάς δεν μπορούσαν να μου δώσουν τα συνηθισμένα τους μπιχλιμπίδια, αντάλλασα τις υπηρεσίες μου μόνο με συμφωνίες ανάμεσα στα βασίλεια και έτσι το έθνος μου έγινε πανίσχυρο. Με εμπόριο από τις τέσσερεις μεριές του ορίζοντα το βασίλειο μου άνθησε, έκλισα συμμαχίες και κανείς δεν τολμούσε να με χτυπήσει, το βασίλειο θα ήταν το πιο λαμπρό στον κόσμο, αν δεν είχε εμένα βασιλιά. Με Έβαλα βαριούς φόρους στον λαό και εξαφάνιζα όποιον διαμαρτύρονταν τα σεντούκια του παλατιού ήταν γεμάτα ως απάνω και έδωσα εντολή να χτίσουν θησαυροφυλάκιο βαθιά κριμένο στη γη που και αυτό γέμισε. Αυτό που δεν γέμιζε ήταν η καρδιά μου. Είχα τα πάντα και πείναγα για περισσότερα. Τα πάντα άρχισαν να μου φαίνονται μουντά και βαρετά σε σημείο που όταν αρρώστησε η γυναίκα μου δεν προσπάθησα να την σώσω, δεν πήγα καν να την δω, παραμελούσα τις υποχρεώσεις μου και τις φόρτωνα στους αυλικούς.
Τότε ένα χρόνο μετά τον θάνατο της γυναίκας μου ήρθε αυτή η μάλλον ήρθαν. Μητέρα και κόρη. Βασίλισσα και πριγκίπισσα από ένα μικρό μακρινό βασίλειο. Η Βασίλισσα είχε την ομορφιά των αρχαίων βουνών ή της ερήμου. Μακρινή, επιβλητική, σαγηνευτική την ερωτεύτηκα αμέσως. Είχε έρθει γιατί η κόρη της ήταν βαρεία άρρωστη και κανείς δεν μπορούσε να βρει λύση. Φυσικά εγώ μπόρεσα αλλά καθυστερούσα την θεραπεία ώστε να την αναγκάσω να μείνει και άλλο κοντά μου. Τελικά τα κατάφερα, την σαγήνευσα και την έκανα δικιά μου μια βραδιά με ολόγιομο φεγγάρι. Μου είπε ότι τώρα δεν μπορούσε να γυρίσει στον άντρα της αλλά θα έστελνε πίσω την κόρη της όταν γιατρεύονταν τελείως και η ίδια θα έμενε για πάντα στο πλευρό μου. Την είχα δική μου, με αγαπούσε πέρα από την ζωή της και αυτό όπως ήταν φυσικό με έκανε να την βαρεθώ. Τότε πρόσεξα την κόρη της. Είχε όλη την ομορφιά της νιότης αν και εξαντλημένη λόγω της ασθένειας. Ήταν σαν το δροσερό νερό της πυγής ή την αυγή της ημέρας την ήθελα. Έβρισκα δικαιολογίες να μην είμαι με την μητέρα και πέρναγα τον χρόνο μου μαζί της ισχυριζόμενος ότι ήταν για θεραπευτικούς λόγους. Όταν συνήλθε τελείως βρήκα δικαιολογίες για να καθυστερήσω την αναχώρηση της. Τελικά την έκανα και αυτήν να με ερωτευθεί, ένα απόγευμα ενώ τα πουλιά κελαηδούσαν στο μπαλκόνι μου όπως ποτέ άλλοτε την έκανα δική μου.
Για κάποιο καιρό ήμουνα ερωτευμένος μαζί της όπως και με τη μητέρα της αλλά όπως και με την μητέρα της η λατρείας της μου έγινε βαρετή.
Της μάζεψα λοιπόν και της δύο μαζί μετά και τους αποκάλυψα το τι είχε γίνει και τους ζήτησα να φύγουν από το παλάτι γιατί με ενοχλούν. Φυσικά αυτό δεν τους άρεσε, ορκιστήκαν εκδίκηση, γέλασα μαζί τους και τους είπα να έχουν φύγει πριν το επόμενο πρωινό. Τη τυφλός που ήμουνα. Η μητέρα και η κόρη ήταν μάγισσες. Το ίδιο κιόλας βράδυ πριν φύγουν από την πόλη με καταράστηκαν.
«Δαίμονα σπόρε, δαίμονας γίνε, όπως μας μάτωσες την καρδιά να ματώνεις, όπως μας πόνεσες να πονάς τον κόσμο, η τέχνη σου στην γιατρειά θα ‘ναι το χάρισμα και η κατάρα σου, όπως μας διώχνεις να σε διωγμένος, σε πέτρα μη στεριώσεις πάνω από δυο φεγγάρια, μέχρι το κακό που έκανες να το διορθώσεις τη γη αυτή θα περιδιαβαίνεις, μόνο άλλος θα σου πάρει την ζωή δεν θα τη δώσεις ούτε ο χρόνος θα στην πάρει, για να πονέσεις και εσύ όπως πονέσανε και άλλοι». Όταν ξάπλωσα να κοιμηθώ φωτιές τύλιξαν το σώμα μου και έκαψαν τη μορφή μου. Απέχτησα δαιμονικές δυνάμεις, το αίμα μου γιατρεύει αρρώστιες και πληγές και μια μόνο φορά κατάφερα να ξυπνήσω κάποιον από του ύπνου το κρεβάτι επίσης απέχτησα και τη μορφή που βλέπεται και έτσι καταραμένος πρέπει να περιδιαβαίνω τον κόσμο μέχρι να εξιλεωθώ, άλλαξα το όνομά μου και κρύβω το πρόσωπό μου για να γλυτώσω από αυτούς που ακόμα με θυμούνται. Άμα μείνω καιρό σε ένα μέρος θα με διώξουν και άμα πάω να πάρω τη ζωή μου πόνοι φριχτοί με κατακλύζουν και παραλύω. Τώρα ξέρεις την ιστορία μου ξένοι. Πείτε μου τώρα την δική σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου