Mixed Stories

Create your own banner at mybannermaker.com!

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Ο Ζάλοκ και ο κοντός. Μέρος 1ο


Ή ώρα ήταν τέσσερεις μετά τα μεσάνυχτα. Ο Ζάλοκ πετάχτηκε από τον ύπνο και χτύπησε το κεφάλι του σε ένα από τα δοκάρια τις αποθήκης, ένα λουτρό βομόλοχιων που θα έκανε τους δασκάλους του (θαμώνες του πανδοχείου επί το πλείστον και με τον κάπελα να κάνει δίνει τις δικές του δημιουργικές παρεμβάσεις κατευθυνόμενες στον ίδιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα) περήφανους ξεχύθηκε από το στόμα του. Προσπάθησε να θυμηθεί την τον ξύπνησε όταν το ξανάκουσε. Κάποιος κοπάναγε (ήταν πολύ δυνατός ήχος για να χτυπάει απλά) την πόρτα του πανδοχείου. Κατέβητε από το πατάρι του στάβλου και πήγε στον μπόγο με τα πράγματα του για να πάρει το ξίφος του. Μια κρυφή ελπίδα φούντωνε μέσα του ότι στην πόρτα θα έβρισκε ληστές που θα πολέμαγε και τότε δόξα και πλούτη θα ήταν δικά του! χώρια που δεν θα χρώσταγε ποια στον κάπελα.
Δύο λεπτά μετά με το σπαθί στον χέρι πλησίαζε προσεκτικά την πόρτα, από τα γύρο σπίτια ίδι ακούγονταν φωνές και παράπονα για την φασαρία, καθώς και μερικές προτάσεις για το τι ακριβός έπρεπε να κάνει αυτός που χτύπαγε τη πόρτα καθώς και ο πιο στενός του οικογενειακός κύκλος. Τα χτυπήματα σταμάτησαν και μια βαριά και τραχιά φωνή με έντονη προφορά άρχισε να απαντά. Ο ηρωικός μας βάρβαρος κοίταξε πίσω από την γωνία του πανδοχείου σίγουρος ότι θα έβλεπε καμιά εικοσαριά άτομα με έναν γίγαντα για αρχηγό. Η πραγματικότητα ήταν όπως πάντα λίγο απογοητευτική. Ήταν ένας άνθρωπος μόνο. Κοντός. Πολύ κοντός.
Με ένα στεναγμό άφησε το σπαθί να γέρνει στο τοίχο του πανδοχείου και πλησίασε τον μουσαφίρη, ο οποίος μόλις τον είδε σταμάτησε να φωνάζει και γύρισε και τον περίμενε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
-                          εμ πως θα μπορούσαν να σας…
-                          Δωμάτιο και φαΐ.
-                          Ναι αλλά βασικά είμαστε κλειστά και ο κάπελας δεν είναι εδώ…
Ξανά διακόπηκε από τον επισκέπτη του. «Δεν με νοιάζει, ε, ουφ» ανάμικτα συνθήματα πέρασαν από το πρόσωπο, του κύριος κούραση και απογοήτευση, συγνώμη αυτό βγήκε λάθος, άκου φίλε, είναι αργά, πεινάω και πονάω σε σημεία που δεν θα έπρεπε, με ληστέψανε πριν από δυο μέρες και από τότε τα νεύρα μου είναι λίγο τεντωμένα, έχω κάποια λεφτά που τους ξέφυγαν και πολύ λίγη υπομονή, μπορείς να κάνεις κάτι;».
            Ο νεαρός τον κοίταξε, δεν τον κοίταξε όπως κοιτάς στην καθημερινότητα σου κάτι, απλά βλέποντας Τι είναι, αλλά το κοίταξε όπως κοιτάς κάτι όταν θες να δεις Πώς είναι. Κατέληξε ότι ο συγκεκριμένος κύριος είναι μάλλον ειλικρινής.   
-   Έλα μαζί μου, έχω κάτι στο στάβλο να φας και μπορείς να κάτσεις να ξεκουραστείς μέχρι να έρθει ο γέρος.
            Ο σύντομα-πελάτης έγνεψε καταφατικά.
-   Ευχαριστώ μικρέ. Πώς σε λένε;
-   Ζάλοκ ο Γενναίος.
Τα φρύδια του σηκώθηκαν ανεπαίσθητα και ένα χαμόγελο αχνοφάνηκε.
-   Ο Γενναίος ε; μάλιστα, το όνομα μου είναι Βαρθολομαίος, Βαρθολομαίος Ολντμποουν, να το θυμάσαι αυτό το όνομα μικρέ, να το θυμάσαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου