Mixed Stories

Create your own banner at mybannermaker.com!

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Ζάλοκ ο Ορεσίβιος του Λοφίσκου Μέρος 2ο.


-         Τι θα γίνει ρε βόδι θα το φέρεις το νερό; ή πάλι χαζολογάς με τα άλλα μαλλακισμένα του χωριού; Ε; όλα τα βόδια την ίδια χρονιά γεννήθηκαν.
Ο Ζάλοκ τον άκουσε και αναστέναξε. Σήκωσε το βαρέλι με το νερό και προχώρησε προς το καπηλειό. Αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά πώς κουβάλαγε ο κολόγερος το νερό προτού πάρει αυτόν στη δούλεψή του, το βαρέλι ήταν το διπλό από τον κάπελα και αυτός ισχυρίζονταν ότι σφουγγάριζε όλα τα πατώματα δύο φορές τη μέρα.
Δεν θα πρέπει να ήταν και πολύ καλός στο καθάρισμα μίας και το μέρος ψιλοβρόμαγε προτού το αναλάβει ο ίδιος και τα τραπέζια είχαν μια κολόδη υφή παρότι τα καθάριζε κάθε μέρα με στάχτη και σαπούνι όπως έλεγε, ίσος να ήταν άρρωστος κανά δυό μέρες πριν φτάσει ο Ζάλοκ στο χωριό και δεν μπορούσε να καθαρίσει καλά το μέρος γιατί τώρα τα τραπέζια ήταν καθαρά.
-         Άντε ρε μουλάρι που είσαι; Έχεις ιδέα πόση έχεις ακόμα μπροστά σου;
-         Μάλιστα κάπελα.
-         Άσε τα μάλιστα και κουνήσου! Προτού σφουγγαρίσεις το μέρος καθάρισε το τζάκι, τον φούρνο και τα τραπέζια, μετά να τρέξεις στο σιδερά να πάρεις καρφιά για να συμμαζέψεις την αποθήκη. Τι κάθεσαι και με κοιτάς σα βόδι ρε! Τρέχα μικρέ, τρέχα! Πώς περιμένεις να με πληρώσεις άμα κάθεσαι και με κοιτάς σαν κότα με πονόκοιλο!
Ο περήφανος βάρβαρος κατάπιε τον εγωισμό του και δεν μίλησε, σεβάστηκε την ηλικία του γέρου και δεν του υπέδειξε (όπως θα έκανε σε κάθε άλλον) ότι ήταν αδύνατον να τον κοιτά σαν κότα με πονόκοιλο γιατί πρώτων δεν είχε φτερά και δεύτερον δεν είχε πονόκοιλο.  Αντίθετα έγνεψε θετικά και έπεσε με τα μούτρα στην δουλειά. Ξεσκόνισε τα ντουλάπια, έβγαλε τις στάχτες από τον φούρνο και το τζάκι και τις έβαλε σε ένα κουβά για να τις χρησιμοποιήσει αργότερα, σκούπισε με ένα πανί τα τραπέζια και ξεκίνησε μετά το σφουγγάρισμα του καπηλειού. είχαν ήδη αρχίσει να έρχονται οι πρώτοι μπεκρήδες όταν πια έφυγε τρεχάτος για να προλάβει τον σιδερά.
Τον συμπαθούσε τον σιδερά του, θύμιζε τους συγχωριανούς του, έτσι ψηλός και γεροδεμένος και αμίλητος σαν βράχος, για κάποιο λόγω οι γηραιότεροι θεωρούσαν μεγάλη υπόθεση να είναι κάποιος λιγομίλητος και σιοπιλός, να δεις πώς το λέγανε… Α! ναι « να μιλάς με τα έργα και όχι με το στόμα».
Τον πρόλαβε καθώς αυτός έκλινε το μαγαζί, με σεβασμό τον παρακάλεσε για τα καρφιά και περίμενε την απάντησή του. ο Σιδεράς τον ζύγισε με το βλέμμα του (αυτόν και το πουγκί του) και τελικά ξανά άνοιξε την πόρτα και το έφερε τα καρφιά. Πήρε τα λεφτά τα ζύγισε με το χέρι του και το έκανε νόημα να φύγει.
Τρέχοντας έφυγε γιατί ίσα που προλάβεναι! Να συμμαζέψει λίγο τον στάβλο για κανά δυό ώρες και μετά για μπάνιο (κάτι μέσα του βόγκηξε στην σκέψη του βαρελιού με το νερό που θα ξανά κουβάλαγε για πολλοστή φορά σήμερα) ώστε να βοηθήσει μετά στο σερβίρισμα, για κάποιο λόγω είχαν περισσότερο κόσμο τώρα απ’ ότι όταν είχε πρωτοέρθει, τι να έφταιγε άραγε;
Αργά το βράδυ, (πίσω στο χωριό του λέγανε αυτή την ώρα νωρίς το πρωί, χα βλάχοι), ξαπλωμένος στο κρεβάτι αναπόλησε την μέρα που πέρασε και σκέφτηκε την μέρα που θα έρθει, της δουλειές και τους πελάτες, του άρεσε κάπως έπρεπε να το παραδεχτεί, αλλά η καρδιά του ήταν ακόμα δοσμένη σε περιπέτειες και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Ο γέρος θα τον είχε στην δούλεψή του για ένα φεγγάρι και το ένα τέταρτο είχε είδη περάσει, θα πέρναγε και το υπόλοιπο, το χρέος στο πανδοχείο θα σβήνονταν και οι δρόμοι θα ήταν ανοιχτοί πάλι για τον ίδιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου